breaking newsΔιεθνή

Έτοιμες για ανάφλεξη: Σε πολεμική τροχιά Ινδία και Πακιστάν Η χειρότερη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες

Η Ινδία εξαπέλυσε την Τετάρτη επιθέσεις εναντίον εννέα στόχων εντός πακιστανικού εδάφους, τους οποίους χαρακτήρισε «υποδομές τρομοκρατών».

Η στρατιωτική αυτή κίνηση ήρθε ως άμεση απάντηση σε πολύνεκρη επίθεση στο ινδικό Κασμίρ πριν από δύο εβδομάδες, όπου σκοτώθηκαν 26 άνθρωποι – επίθεση για την οποία το Νέο Δελχί κατηγορεί ευθέως το Ισλαμαμπάντ. Από την πλευρά του το Πακιστάν κάνει λόγο για έξι στοχευμένες τοποθεσίες, με 26 νεκρούς αμάχους και 46 τραυματίες, υποστηρίζοντας ότι επλήγησαν πολίτες από τα ινδικά πυρά.

Παρά το σκοτεινό τοπίο και την απουσία επιβεβαιωμένων λεπτομερειών για την πλήρη έκταση των επιχειρήσεων, ένα πράγμα διαφαίνεται καθαρά: Ινδία και Πακιστάν βρίσκονται πιο κοντά σε μια γενικευμένη σύγκρουση απ’ ό,τι έχουν υπάρξει εδώ και δεκαετίες. Η ένταση θυμίζει άλλες κρίσιμες στιγμές στην ιστορία των δύο πυρηνικών κρατών, τα οποία έχουν εμπλακεί σε τέσσερις πολέμους – το 1947, το 1965, το 1971 και το 1999 – και σε θερμά επεισόδια το 2016 και το 2019, χωρίς όμως να οδηγηθούν σε ολοκληρωτικό πόλεμο.

Ο βασικός λόγος που οι προηγούμενες κρίσεις δεν ξέφυγαν ήταν η κοινή συνείδηση ότι μια ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ δύο πυρηνικών δυνάμεων θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Αυτό λειτουργούσε ως φρένο και στις δύο πλευρές.

Παράλληλα, ισχυρές διεθνείς πιέσεις – ιδιαίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες – λειτουργούσαν αποτρεπτικά απέναντι στην κλιμάκωση. Σήμερα, η εικόνα μοιάζει διαφορετική. Αν και η πιθανότητα αυτοσυγκράτησης παραμένει, η διεθνής πίεση φαίνεται ασθενέστερη και οι εξελίξεις πιο απρόβλεπτες από ποτέ.

Το Πακιστάν, από την πλευρά του, αναφέρει ότι επλήγησαν έξι περιοχές, με αποτέλεσμα 26 νεκρούς και 46 τραυματίες ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό, κατηγορώντας την Ινδία για χρήση στρατιωτικής βίας κατά πολιτών.

Η απάντηση της Ινδίας έρχεται σε ένα ήδη τεταμένο περιβάλλον. Το Κασμίρ παραμένει εδώ και δεκαετίες το επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ των δύο κρατών, αμφότερα πυρηνικά εξοπλισμένα και με ιστορικό αιματηρών πολέμων: το 1947, το 1965, το 1971 και το 1999. Αν και υπήρξαν ανάλογες επιθέσεις και στρατιωτικές ενέργειες το 2016 και το 2019, αυτές δεν εξελίχθηκαν σε γενικευμένο πόλεμο, κυρίως λόγω της αντίληψης του αμοιβαίου πυρηνικού κινδύνου και της διεθνούς πίεσης – ιδιαίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες – για αυτοσυγκράτηση.

Ωστόσο, αυτή τη φορά οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η διεθνής παρέμβαση δείχνει αποδυναμωμένη και η τοπική ρητορική πιο σκληρή από ποτέ. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ένταση μπορεί να κλιμακωθεί γρήγορα, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Και σε τέτοιες καταστάσεις, όταν ξεκινήσει η κλιμάκωση, η υποχώρηση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Η Ινδία θεωρεί ότι η επίθεση της 7ης Μαΐου ήταν αναπόφευκτη απάντηση σε μια τρομοκρατική ενέργεια που άφησε πίσω της δεκάδες νεκρούς. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα υπάρξει νέα απάντηση, αλλά πότε και με ποιο τίμημα.

Παρότι υπήρξε αρχικά ανάληψη ευθύνης από μια οργάνωση με την ονομασία The Resistance Front, αυτή αργότερα αποσύρθηκε, δημιουργώντας σύγχυση γύρω από την ταυτότητα των δραστών. Ινδικές πηγές υποστηρίζουν ότι η ομάδα αυτή δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητη αλλά αποτελεί μετεξέλιξη της γνωστής τρομοκρατικής οργάνωσης Lashkar-e-Taiba, η οποία έχει βάση στο Πακιστάν και είναι υπεύθυνη για σειρά επιθέσεων κατά το παρελθόν, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής στη Βομβάη το 2008.

Το Πακιστάν αρνείται κάθε εμπλοκή στην επίθεση κατά των τουριστών, ωστόσο η Ινδία επιμένει ότι το ιστορικό συνδέσεων ανάμεσα σε πακιστανικά κρατικά ή παραστρατιωτικά τμήματα και εξτρεμιστικές οργανώσεις δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αν και δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής απτές αποδείξεις που να συνδέουν άμεσα το Πακιστάν με την επίθεση στο Κασμίρ, το παρελθόν προσφέρει βαρύ τεκμήριο: στις επιθέσεις του 2008 στη Βομβάη, οι δράστες καθοδηγούνταν τηλεφωνικά από το πακιστανικό έδαφος, ενώ τα όπλα και ο εξοπλισμός τους είχαν επίσης προέλευση από εκεί.

Η Ινδία έχει κατ’ επανάληψη ζητήσει από το Πακιστάν να διαλύσει τις βάσεις και τις οργανώσεις που θεωρεί υπεύθυνες για τρομοκρατικές ενέργειες. Παρότι έχουν γίνει συλλήψεις ηγετικών στελεχών, αυτές είναι συνήθως προσωρινές, με τις αρχές να τους αφήνουν ελεύθερους μετά από λίγο, ακόμα και σε περιπτώσεις όπως του φερόμενου εγκεφάλου της Βομβάης. Την ίδια στιγμή, τα madrasa, τα θρησκευτικά σχολεία που συχνά κατηγορούνται ότι στρατολογούν και ριζοσπαστικοποιούν νέους μαχητές, εξακολουθούν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα, με ελάχιστη παρέμβαση από το κράτος. Μέσα σε αυτό το ασταθές πλαίσιο και με το ιστορικό καχυποψίας μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων, η πιθανότητα αποκλιμάκωσης φαίνεται να απομακρύνεται, ενώ η σκιά του παρελθόντος πυκνώνει πάνω από το παρόν.

Η Ινδία κατηγορεί το Πακιστάν για στήριξη ή ανοχή σε τρομοκρατικές οργανώσεις που δρουν στο έδαφός του, επικαλούμενη μακρύ ιστορικό σχέσεων ανάμεσα στον πακιστανικό στρατό, τις υπηρεσίες πληροφοριών και εξτρεμιστικές ομάδες όπως η Lashkar-e-Taiba. Επικαλείται επίσης περιστατικά όπως η επίθεση στη Βομβάη το 2008, όπου οι δράστες αποδεδειγμένα καθοδηγούνταν από το Πακιστάν.

Η πρόσφατη επίθεση στο Κασμίρ ήρθε να πυροδοτήσει αυτή την παλιά καχυποψία. Αν και δεν υπάρχουν επί του παρόντος αδιάσειστα στοιχεία που να συνδέουν την Ισλαμαμπάντ με το συμβάν, το Νέο Δελχί υπογραμμίζει ότι η οργάνωση The Resistance Front, που αρχικά ανέλαβε την ευθύνη, συνδέεται με τη Lashkar-e-Taiba. Η Ινδία καταγγέλλει πως οι προσπάθειες διάλυσης τέτοιων οργανώσεων είναι προσχηματικές: ηγέτες φυλακίζονται προσωρινά και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι, ενώ θρησκευτικά σχολεία που κατηγορούνται για στρατολόγηση εξτρεμιστών συνεχίζουν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα.

Από την πλευρά του, το Πακιστάν απορρίπτει κάθε εμπλοκή και παρουσιάζει μια τελείως διαφορετική εκδοχή: σύμφωνα με την επίσημη θέση της Ισλαμαμπάντ, οι επιθέσεις στο Κασμίρ είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης των τοπικών πληθυσμών από τις ινδικές δυνάμεις κατοχής. Όπως υποστηρίζει, πρόκειται είτε για αυθόρμητες ενέργειες ντόπιων Κασμίριων είτε για πράξεις μεμονωμένων Πακιστανών που αντιδρούν στην καταστολή που – όπως λέει – βιώνουν οι μουσουλμάνοι της περιοχής.

Οι δύο αφηγήσεις είναι ασύμβατες, χωρίς περιθώριο σύγκλισης. Η Ινδία βλέπει στο Πακιστάν μια ενεργή ή έστω παθητικά συνενοχή δύναμη τρομοκρατίας. Το Πακιστάν, αντίθετα, αυτοτοποθετείται ως υποστηρικτής ενός λαού που αντιστέκεται στην «κατοχή». Αυτή η βαθιά διάσταση στην αντίληψη για τα γεγονότα, σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική στασιμότητα και τη μειωμένη διεθνή παρέμβαση, κάνει την αποφόρτιση της έντασης δυσκολότερη από ποτέ και μετατρέπει το Κασμίρ για άλλη μια φορά σε επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης στην περιοχή.

Η ένταση ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν συνεχίζει να κλιμακώνεται, και μένει να φανεί πόσο μακριά είναι διατεθειμένες να φτάσουν οι δύο πλευρές. Η πιθανότητα μιας μεγαλύτερης στρατιωτικής σύγκρουσης δεν φαντάζει μακρινή, ενώ τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι ούτε το οικονομικό ούτε το διπλωματικό κόστος λειτουργούν αποτρεπτικά.

Οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες είναι σχεδόν ανύπαρκτες, περιορίζοντας τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπο μιας σύρραξης. Η Ινδία, ειδικά, δείχνει να εκτιμά πως η διεθνής της οικονομική πορεία δεν θα ανακοπεί από τις εξελίξεις. Με ρυθμούς ανάπτυξης που παραμένουν ισχυροί και με επενδυτικό ενδιαφέρον από σημαντικούς παίκτες, όπως η πρόσφατη εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο στις 6 Μαΐου, η κυβέρνηση Μόντι φαίνεται να υπολογίζει ότι μπορεί να προχωρήσει χωρίς σοβαρές εξωτερικές επιπτώσεις.

Σε επίπεδο διεθνούς φήμης, καμία πλευρά δεν δείχνει να κινδυνεύει ουσιαστικά. Σε αντίθεση με παλαιότερες κρίσεις, όπου υπήρχε έντονη και άμεση δυτική καταδίκη για στρατιωτικές ενέργειες, σήμερα η διεθνής κοινότητα τείνει να βλέπει το ζήτημα ως διμερές, αποφεύγοντας να πάρει θέση ή να ασκήσει πίεση. Το έλλειμμα εξωτερικής παρέμβασης ενισχύει τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης.

Ο μεγαλύτερος παράγοντας πίεσης και για τις δύο χώρες είναι πολιτικός και εσωτερικός. Η ινδική κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι είχε προβάλει μέχρι πρότινος το αφήγημα ότι η κατάσταση ασφαλείας στο Κασμίρ είχε σταθεροποιηθεί, προσκαλώντας ακόμα και τουρίστες στην περιοχή. Η τρομοκρατική επίθεση της 22ας Απριλίου διέλυσε αυτή την εικόνα, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία της κυβέρνησης και καθιστώντας την ανάγκη για αποφασιστική αντίδραση πολιτικά επιβεβλημένη.

Αντίστοιχα, στο Πακιστάν, η απραξία μπορεί να κοστίσει ακριβά. Ο στρατός, που διατηρεί σημαντική επιρροή στην πολιτική σκηνή της χώρας, έχει επί δεκαετίες οικοδομήσει την εικόνα του ως προστάτη από την ινδική απειλή. Αν δεν υπάρξει απάντηση στα πλήγματα της Ινδίας, αυτή η εικόνα απειλείται. Ο συμβολισμός και η εσωτερική πίεση καθιστούν δύσκολη την επιλογή της μη αντίδρασης, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν σαφείς στρατηγικές ωφέλειες από την κλιμάκωση.

Το πιο ρεαλιστικό σενάριο αυτή τη στιγμή είναι μια περιορισμένη στρατιωτική αναμέτρηση μικρής διάρκειας, όπως έχει συμβεί σε προηγούμενες κρίσεις, με έμφαση στη διαχείριση της εικόνας και των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών. Όμως η περιοχή έχει εισέλθει σε επικίνδυνη τροχιά. Και σε τέτοιες συγκυρίες, οι προσδοκίες για ελεγχόμενη κλιμάκωση σπάνια είναι ασφαλείς.

Η χειρότερη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες

first appeared on News Prime.

Back to top button