
Ο πλανήτης και η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με έντονη ανησυχία τις ραγδαίες εξελίξεις που σημειώνονται στο γεωπολιτικό μέτωπο μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, καθώς αυξάνονται οι φόβοι για γενικευμένη ανάφλεξη.
Η διεθνής ασφάλεια τίθεται πλέον υπό σοβαρή απειλή, με το ενδεχόμενο κλιμάκωσης να παραμένει ανοιχτό, παρά τις δημόσιες διακηρύξεις όλων των εμπλεκομένων πλευρών περί πρόθεσης αποτροπής μιας γενικευμένης σύγκρουσης.
Η αλληλοδιασύνδεση διαφόρων θερμών και μη σημείων έντασης ανά τον πλανήτη, σε συνδυασμό με τις κινήσεις τακτικής των μεγάλων γεωπολιτικών δυνάμεων, ενισχύει την αίσθηση μιας παγκόσμιας κρίσης σε εξέλιξη. Ειδικοί επισημαίνουν ότι, ενώ δεν διαφαίνεται ακόμη μια ευθεία σύγκρουση σε πλανητικό επίπεδο, η παρούσα κατάσταση φέρει εγγενώς τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια κλιμάκωση απρόβλεπτων διαστάσεων.
Η συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στις εξελίξεις, η οποία καθίσταται ολοένα και πιο πιθανή, καθιστά αναγκαία τη διαρκή παρακολούθηση της κατάστασης από την πλευρά της Ελλάδας. Η Αθήνα καλείται να αξιολογεί διαρκώς τις εξελίξεις και να επαναπροσδιορίζει τις παραμέτρους που σχετίζονται με τη δική της εθνική ασφάλεια.
Οι παγκόσμιες δυνάμεις συνεχίζουν να κινούνται με γνώμονα την εξυπηρέτηση των εθνικών τους στόχων, ή την αποτροπή επιτυχιών από πλευράς αντιπάλων, με σκοπό τη διατήρηση της γεωπολιτικής τους επιρροής. Η συγκυρία αυτή αποτυπώνει μια μορφή παγκόσμιας εμπλοκής – χωρίς ακόμη ανοιχτή σύγκρουση – η οποία όμως ενδέχεται να εξελιχθεί ραγδαία, υπό τις κατάλληλες συνθήκες.
Ο παραλληλισμός με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο φέρνει στην επιφάνεια την ύπαρξη άτυπων συνασπισμών, παρά τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Το βασικό διακύβευμα φαίνεται να είναι η εγκαθίδρυση μιας νέας παγκόσμιας τάξης, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να διατηρήσουν την κυριαρχική τους θέση. Αντίπαλο δέος σε αυτή την επιδίωξη αποτελεί το ευρασιατικό δίπολο Κίνας και Ρωσίας, το οποίο επιχειρεί να ανακόψει την αμερικανική στρατηγική.
Το Ιράν, χώρα με σημαντική γεωστρατηγική θέση και πολιτικό προσανατολισμό φιλικό προς το ευρασιατικό μπλοκ, έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως μια από τις «απείθαρχες» δυνάμεις έναντι της Δύσης. Οι επιδιώξεις της Τεχεράνης να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις, αποτέλεσαν το έναυσμα για την ισραηλινή στρατιωτική παρέμβαση, με στόχο την πρόληψη αυτής της εξέλιξης.
Το Ισραήλ έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν συνιστά υπαρξιακή απειλή, γεγονός που νομιμοποιεί – κατά την εσωτερική του αντίληψη – την ανάληψη δράσης προς αποτροπή. Επισήμως, όλες οι μεγάλες δυνάμεις τάσσονται κατά της πυρηνικής οπλοκατοχής από την Τεχεράνη. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις διαφέρουν: Κίνα και Ρωσία εμφανίζονται πιο διαλλακτικές, θεωρώντας πως – εφόσον χρειαστεί – μπορούν να συνυπάρξουν με ένα πυρηνικό Ιράν.
Παρά τις έντονες δηλώσεις καταδίκης της πυρηνικής προοπτικής του Ιράν από τον πρώην πρόεδρο Τραμπ, έως και πρόσφατα, φαινόταν απίθανο ότι η Ουάσινγκτον θα προχωρούσε σε στρατιωτική ενέργεια κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Η ισραηλινή επίθεση, ωστόσο, λειτουργεί ως επιταχυντής εξελίξεων. Η αποσταθεροποίηση του Ιράν και η καταστροφή κρίσιμων υποδομών και πυρηνικών εγκαταστάσεων απλοποιούν πλέον τα διλήμματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αναλυτές θεωρούν ότι μια ενδεχόμενη αμερικανική εμπλοκή, ιδίως σε μια συγκυρία όπου η ρωσοκινεζική αντίδραση κρίνεται ως περιορισμένη, θα μπορούσε να λειτουργήσει ευνοϊκά για τον Τραμπ. Μια τέτοια εξέλιξη ενδέχεται να καταγραφεί ως απόδειξη ισχύος και γεωπολιτικής αποφασιστικότητας, ενισχύοντας την εικόνα του ενόψει εσωτερικών και διεθνών εξελίξεων.
Ενδεχόμενη αμερικανική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την αυξημένη πίεση προς το Ιράν, φαίνεται να προσφέρει στη Ρωσία στρατηγικά πλεονεκτήματα στο μέτωπο της Ουκρανίας. Ήδη καταγράφονται ενδείξεις μεταφοράς εξοπλισμού από την Ουκρανία στο Ισραήλ, εξέλιξη που ανακουφίζει εν μέρει τη Μόσχα. Ο πόλεμος στη Γάζα και η εμπλοκή της Χαμάς, αλλά και των συμμαχικών οργανώσεων όπως η Χεζμπολάχ και οι Χούθι, εντάσσονται στην ευρύτερη ισραηλινή στρατηγική αποδυνάμωσης των ιρανικών «βραχιόνων».
Η σχετική εξουδετέρωση αυτών των ομάδων φαίνεται να δημιούργησε το απαραίτητο χρονικό και επιχειρησιακό περιθώριο για την κλιμάκωση των επιχειρήσεων κατά του Ιράν. Οι τελευταίες εκτιμήσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, που φέρουν την Τεχεράνη να πλησιάζει το κατώφλι κατασκευής πυρηνικών όπλων, έδωσαν το τελικό έναυσμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναλυτές προειδοποιούν για ένα ενδεχόμενο δεύτερο σοβαρό μέτωπο: την Ταϊβάν. Η Κίνα ενδέχεται να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, θέτοντας σε κίνηση στρατιωτικές δυνάμεις για την επίδειξη ισχύος ή ακόμη και μια απειλή εισβολής. Μια τέτοια κινητοποίηση θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά για την Ουάσινγκτον και θα δυσχέραινε τη στρατηγική της εστίαση.
Στρατηγικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η Κίνα δεν μπορεί να αρκείται σε απλή επίδειξη πρόθεσης – η οποία, για να αποδώσει, θα πρέπει να είναι πειστική. Ωστόσο, ένα τριπλό μέτωπο – Ουκρανία, Μέση Ανατολή, Ταϊβάν – ενδέχεται να προκαλέσει ανεξέλεγκτες εξελίξεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται να επιλέξουν μεταξύ της υποστήριξης της Ταϊβάν ή της αποτροπής σύγκρουσης με την Κίνα.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλακούν σε πολλαπλά μέτωπα, ερωτήματα ανακύπτουν για την ικανότητα των ευρωπαϊκών κρατών να ανταποκριθούν στις πιέσεις. Με την ενεργειακή εξάρτηση να παραμένει υψηλή και τις τιμές της ενέργειας να αναμένεται να εκτιναχθούν λόγω των συρράξεων, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους οικονομικής αστάθειας και πολιτικής αβεβαιότητας.
Ακόμη και εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτύχουν στρατιωτικά στο Ιράν χωρίς να προκληθεί ευρύτερη ανάφλεξη, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο μια τέτοια επίδειξη ισχύος θα σημάνει την έναρξη δυναμικών παρεμβάσεων σε άλλα κρίσιμα γεωπολιτικά μέτωπα. Οι εξελίξεις ενδέχεται να επηρεάσουν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η στάση του Αμερικανού πρώην προέδρου απέναντι στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Ουάσινγκτον μπορεί είτε να προσεγγίσει την Άγκυρα επιχειρώντας να την επαναφέρει στο δυτικό στρατόπεδο, είτε να αντιμετωπίσει την Τουρκία ως στρατηγικό αντίπαλο, αναπροσαρμόζοντας την πολιτική της.
Η Ελλάδα καλείται να επαναξιολογήσει τις διπλωματικές της θέσεις, αλλά και να διασφαλίσει πως αποτελεί γεωπολιτική αξία για την Ουάσινγκτον.
Το εύρος των ανταλλαγμάτων που πιθανόν να δοθούν στην Τουρκία, σε περίπτωση αναδιάταξης ισορροπιών, ενδέχεται να εξαρτηθεί από το πώς αξιολογείται η ελληνική στρατηγική σημασία και το πόσο πειστικά προβάλλει τις θέσεις της με βάση το διεθνές δίκαιο.
primenews