breaking newsΕλλάδα

Τα εθνικά θέματα στον «κλοιό» της Άγκυρας

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ, ΚΥΠΡΙΑΚΟ, ΣΚΟΠΙΑΝΟ, ΑΛΒΑΝΙΚΟ

Η ΑΘΗΝΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΒΑΣΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ: ΟΤΙ, ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΤΗΣ ΘΕΜΑΤΑ, ΑΜΕΣΩΣ Ή ΕΜΜΕΣΩΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ


Η Άγκυρα, ενώ σπεύδει, στο «συγκαταβατικό» κλίμα της συνάντησης Τσίπρα-Ερντογάν, να συζητήσει με την ελληνική πλευρά τρόπους αποκλιμάκωσης της έντασης, την ίδια ώρα προχωρεί στη διεξαγωγή της μεγαλύτερης αεροναυτικής άσκησης (Γαλάζια Πατρίδα) με πυρά, που πραγματοποίησαν ποτέ οι ΤΕΔ, στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, για όλο το 2019, δεσμεύοντας περιοχές που για την ελληνική πλευρά αποτελούν εθνική κυριαρχία

Σταυρόλεξο για γερούς λύτες εμφανίζεται η πορεία των εθνικών θεμάτων και ειδικότερα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μετά την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην Άγκυρα, και την, πέραν των δύο ωρών, συνάντησή του με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το επιγενόμενο της συνάντησης θα αποκρυσταλλωθεί, ενδεχομένως, στο κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών απ’ εδώ και μπρος, μέσα από συγκεκριμένες ενέργειες εκατέρωθεν και, ιδία, εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία είναι και η κύρια πηγή της έντασης, καθώς, καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα, αυτό χαρακτηρίστηκε από την έντονη τουρκική επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Παρά τις ρητορικές διακηρύξεις, αλλά και τις καλλιεργούμενες «προσδοκίες» στα ΜΜΕ, από την πρόσφατη «συμφωνία» Αποστολάκη-Ακάρ για την ανασυγκρότηση του πλαισίου Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στο Αιγαίο (με βάση τα πρώτα ΜΟΕ του 1988 ανάμεσα σε Παπούλια και Γιλμάζ, τα οποία έχουν αδρανοποιηθεί με πλήρη υπαιτιότητα της Άγκυρας), ο γόρδιος δεσμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων συνεχίζει να παραμένει άλυτος, με την Τουρκία να κλιμακώνει επικίνδυνα την επιθετικότητά της.

Η Άγκυρα, ενώ σπεύδει, στο «συγκαταβατικό» κλίμα της συνάντησης Τσίπρα-Ερντογάν, να συζητήσει με την ελληνική πλευρά τρόπους αποκλιμάκωσης της έντασης, την ίδια ώρα προχωρεί στη διεξαγωγή της μεγαλύτερης αεροναυτικής άσκησης (Γαλάζια Πατρίδα) με πυρά, που πραγματοποίησαν ποτέ οι ΤΕΔ, στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, για όλο το 2019, δεσμεύοντας περιοχές που για την ελληνική πλευρά αποτελούν εθνική κυριαρχία.

Δέσμευση που αποτελεί κατάφωρη παραβίαση τόσο της Συνθήκης της Λωζάννης, όσο και της Συνθήκης των Παρισίων.

«Ανάμεσα στις γραμμές»

Όπως τονίζουν έγκυροι πολιτικοί αναλυτές, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαβάσει κανείς ακόμη και «ανάμεσα στις γραμμές» της επίσκεψης του Έλληνα Πρωθυπουργού, αφού, επί της ουσίας των συζητηθέντων, πολλά κρίσιμα σημεία παραμένουν σκοτεινά, δίνοντας λαβή σε εικοτολογίες και πιθανολογήσεις.

«Θα ήταν παράτολμο να προβεί κάποιος σε εδραίες εκτιμήσεις, όσον αφορά τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Τουρκία, αφού η εικόνα που έχουμε, ακόμη και σήμερα, παραμένει συγκεχυμένη», επισημαίνει στη «Σημερινή» της Κυριακής ο Καθηγητής Ιωάννης Θ. Μάζης, προσθέτοντας ότι το «σκηνικό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένει ρευστό και μόνον η πορεία των εξελίξεων θα δείξει προς ποια κατεύθυνση πορεύονται τα πράγματα. Και θα ήταν ψέμα να ισχυριστεί κανείς ότι, μέσα από τη συνάντηση, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών».

Ανάλογη εκτίμηση εκφράζει, μιλώντας στην εφημερίδα μας, και ο Καθηγητής Άγγελος Συρίγος, επιβεβαιώνοντας την πολλαπλώς συγκεχυμένη εικόνα. «Δεν γνωρίζουμε ούτε από τη συνάντηση, ούτε από τους δύο παράλληλους μονολόγους που ακολούθησαν στη συνέντευξη Τύπου, τι πραγματικά διημείφθη», ανέφερε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει:

«Προφανώς συζητήθηκε το Κυπριακό», ενόψει και της διαμεσολαβητικής προσπάθειας των ΗΕ, «αλλά δεν γνωρίζουμε ουδόλως τι διημείφθη ή εάν υπήρξε οιαδήποτε προσέγγιση. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι συζητήθηκαν τα θέματα της ενέργειας, στα δύο σκέλη που αφορούν τις δύο χώρες -την Κυπριακή ΑΟΖ και τον Turkish Stream-, καθώς και τα ζητήματα στο Αιγαίο, αλλά ούτε εδώ έχουμε σαφή εικόνα όσον αφορά το τι ειπώθηκε. Έγινε, δε, μετά τη συνάντηση, λόγος για συμφωνία επί ενός ‘οδικού χάρτη’, ωστόσο, ούτε στο σημείο αυτό μπορεί να καταλάβει ή να αντιληφθεί κάποιος τι συμφωνήθηκε και τι αφορά ο συγκεκριμένος οδικός χάρτης», επισημαίνει.

«Επιταχυνόμενη» πορεία

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, η πορεία των εθνικών θεμάτων δείχνει να προσλαμβάνει μια… επιταχυνόμενη πορεία, ιδία μετά την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία, για την ελληνική Κυβέρνηση, «έκλεισε» μια παρατεταμένη ενοχλητική εκκρεμότητα, επαναπροσδιορίζοντας, με θετικό πρόσημο, τη θέση της χώρας στη διεθνή σκηνή.

Η από καιρού τοποθέτηση του Υφυπουργού Εξωτερικών, Γ. Κατρούγκαλου, ότι, μετά τη συμφωνία για επίλυση του Μακεδονικού, η Ελλάδα θα προσανατολίσει όλες τις δυνάμεις της προς την κατεύθυνση επίλυσης και των υπόλοιπων εθνικών θεμάτων που παραμένουν ανοικτά, ίδε Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, Αλβανικό, ενέργεια, μεταναστευτικό, δίνει το moto των προθέσεων και κινήσεων της Αθήνας μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα. Πόσο αποτελεσματική, ωστόσο, θα είναι μια τέτοια προσπάθεια, δεδομένης της πολυπλοκότητας, της συνθετότητας, αλλά και της διασύνδεσης, αφανούς ή φανερής, όλων αυτών των προβλημάτων;

Προφανώς, ως μείζονος σημασίας αξιοθετούνται τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, στην αμοιβαία συνάρτησή τους, τα οποία, ως προβλήματα, χαρακτηρίζονται από μια ιδιάζουσα ιστορικότητα, ωστόσο, η Αθήνα φαίνεται να προβαίνει στους σχεδιασμούς της παραθεωρώντας μια βασική παράμετρο: Ότι, σε όλα τα εθνικά της θέματα, αμέσως ή εμμέσως, υπάρχει μια σταθερά μεταβλητή, που είναι η Τουρκία.

Για την οποία, η Βαλκανική αποτελεί «υψίστης στρατηγικής σημασίας δίοδο προβολής ισχύος εις την Μεσόγειον και την Ευρώπη, θεωρώντας ότι το καλύτερο εργαλείο προς επίτευξιν του σκοπού αυτού είναι η εξασφάλισις και δημιουργία θεσμικών, κρατικών ή εξωκρατικών μηχανισμών, οι οποίοι θα στηρίξουν κραταιώς τα δικαιώματα προβολής ισχύος και παρεμβάσεώς της στις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων», στο πλαίσιο της νεο-οθωμανικής προσέγγισης (ίδε, Καθηγητής Ι. Θ. Μάζης).

Διακηρυγμένη, δε, είναι η προσπάθεια της Άγκυρας για δημιουργία ενός ισχυρού τουρκοϊσλαμικού τόξου στη νότια Βαλκανική, συζευγνύοντας τους ισλαμικούς πληθυσμούς της Βουλγαρίας, των Σκοπίων, του Κοσόβου, της Αλβανίας και της Δυτικής Θράκης σ’ έναν αριστοτεχνικά στημένο, ευέλικτο μοχλό περικύκλωσης της Ελλάδας.

Τούτου λεχθέντος, η εκ μέρους της Αθήνας προσέγγιση και διαχείριση των εν λόγω προβλημάτων -Σκοπιανό, Αλβανικό κ.λπ.- δεν μπορεί να παραγνωρίζει τον ρόλο και τις στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας στην περιοχή, η οποία, με γοργά και σταθερά βήματα, αυξάνει την επιρροή της.

Ήδη, σε μεγάλο βαθμό, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις κινούνται στον αστερισμό της αυξανόμενης τουρκικής επιρροής -οδυνηρή πρέπει να είναι για την Αθήνα η «αχρήστευση» της συμφωνίας με τα Τίρανα για καθορισμό AOZ, η οποία προέβλεπε επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια-, η οποία (τουρκική επιρροή) λειτουργεί, πλέον, ως οιονεί «ρυθμιστικός» παράγοντας των εξελίξεων στην περιοχή.

Η «Σ», επιχειρώντας να διασαφηνίσει τις διαστάσεις και τις προεκτάσεις αυτών των σχέσεων, προβαίνει σε μιαν «ανασκόπηση των κύριων εθνικών θεμάτων -εκτός του δημογραφικού και του μεταναστευτικού-, όπως υφίστανται αυτήν τη στιγμή.

Τα προβλήματα με Αλβανία

Τρία είναι τα κύρια προβλήματα της Ελλάδας με την Αλβανία, με επίκεντρο, πρωτίστως, την ελληνική μειονότητα.

Πρώτον, κεντρική είναι η διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες ως προς το τι συνιστά ελληνική μειονότητα. Όπως σημειώνει ο αναλυτής Μιχάλης Μιχαήλ, η μεν αλβανική κυβέρνηση αναγνωρίζει, ως μειονοτική περιοχή στη Βόρειο Ήπειρο, τα 99 ελληνικά χωριά στις περιοχές του Δελβίνου, του Αργυροκάστρου και της Δρόπολης. Αναγνωρίζει μειονοτικά δικαιώματα στους κατοίκους που ζουν ή προέρχονται από αυτές τις περιοχές, όχι όμως όλα τα δικαιώματα, καθώς, η αλβανική διοίκηση, σε πολλές περιπτώσεις, αμφισβητεί τα περιουσιακά δικαιώματα των κατοίκων σε αυτές τις περιοχές και προχωρεί σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.

Η Αλβανία εξαιρούσε από τα χρόνια του Εμβέρ Χότζα και εξαιρεί μέχρι και σήμερα την περιοχή της Χειμάρας – «περιοχή με στρατηγική σημασία και με τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης».

Όπως επισημαίνει ο Μιχάλης Μιχαήλ, «είχε αναγνωριστεί εκεί από τον Χότζα ένα είδος αυτοδιοίκησης αλλά από το 1991 που έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς, όλες σχεδόν οι αλβανικές κυβερνήσεις δεν το αναγνωρίζουν. Κι όχι μόνο, επιδιώκουν να πάρουν με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και τις περιουσίες όσων επέμειναν, προς τουριστική εκμετάλλευση βεβαίως.

Η αλβανική πλευρά ζητάει ταυτόχρονα να επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες ή τους απογόνους τους ακίνητα Αλβανών πολιτών στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’30. Είναι ακίνητα που έχουν τεθεί σε καθεστώς “μεσεγγύησης” από το ελληνικό κράτος, δηλαδή βρίσκονται υπό την ευθύνη του για να μην καταπατηθούν και αξιοποιούνται ανάλογα».

Στο πλαίσιο της διεκδίκησης περιουσιών εγείρεται, ημιεπισήμως, από αλβανικής πλευράς, το υποτιθέμενο θέμα της Τσαμουριάς, για το οποίο κινητοποιούνται συχνά οι Τσάμηδες στην Αλβανία, διατυπώνοντας αίτημα ακόμη και αναγνώρισης δήθεν γενοκτονίας, το 1943, όταν είχαν απομακρυνθεί από περιοχές της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας.

Δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι η οριστική διευθέτηση της ΑΟΖ, έπειτα από την τροπή που διέλαβε μετά την τουρκική παρέμβαση και τον εξαιρετικά αμφιλεγόμενο ρόλο του Ράμα.

Μια πρώτη διευθέτηση κατέστη δυνατή τον Απρίλιο του 2009, με τη συμφωνία που υπέγραψε η τότε ΥΠΕΞ Ντόρα Μπακογιάννη για την ΑΟΖ στο Βόρειο Ιόνιο και συγκεκριμένα στη θαλάσσια περιοχή βόρεια της Κέρκυρας και των Διαπόντιων νήσων (Οθωνοί, Ερεικούσα), η οποία διασφάλιζε πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα.

Η άνοδος, όμως, του σοσιαλιστή Έντι Ράμα στην εξουσία δύο μήνες μετά, είχε ως επακόλουθο, με παρέμβαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας, την ακύρωσή της. Σύμφωνα, μάλιστα, με πληροφορίες, η Τουρκία είχε διαδραματίσει και τότε εχθρικό για τα ελληνικά συμφέροντα ρόλο, δωροδοκώντας και δικαστές για λήψη ακυρωτικής απόφασης, γιατί αναγνωρίστηκε ΑΟΖ στα μικρά Διαπόντια νησιά, πράγμα που, αν τελεσφορούσε, θα καταρρίπτονταν οι τουρκικοί ισχυρισμοί για την αντίστοιχη περιοχή στο Καστελόριζο.

Τρίτο ζήτημα «είναι η λεγόμενη άρση του Εμπολέμου. Οι Αλβανοί υποστηρίζουν ότι θέλουν απόφαση της Ελληνικής Βουλής και πως δεν τους αρκεί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, επί Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργού Εξωτερικών, Κάρολου Παπούλια, το 1988 ότι παύει η εμπόλεμη κατάσταση που είχε κηρυχθεί το 1940».

Συναφές πρόβλημα παραμένει και η οριστική διευθέτηση των συνοριακών πυραμίδων στα βουνά της Ηπείρου.

Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η Ελλάδα άναψε το πράσινο φως για ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ, ενώ τα Τίρανα ενέτειναν τις διώξεις κατά της ελληνικής μειονότητας, καταπατώντας θεμελιώδη δικαιώματά της.

Τα προβλήματα με Σκόπια

Παρά τη συμφωνία των Πρεσπών, η επίλυση των χρονολογούμενων προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών παραμένει ένα ουσιαστικό ζητούμενο, αφού πολλά θέματα παραμένουν εκκρεμή, όπως ο μακεδονικός αλυτρωτισμός, με τη εμμονή των Σκοπιανών να εργαλειοποιούν διαρκώς τα ζητήματα της ταυτότητας/εθνότητας και της γλώσσας.

Ήδη, η πλήρης εφαρμογή της Συμφωνίας, με την ολοκλήρωση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, λόγω έντονων λαϊκών αντιδράσεων στα Σκόπια, ενώ θεωρείται δεδομένο ότι ένα ρεύμα αλυτρωτικών διεκδικήσεων εναντίον της Ελλάδας θα συνεχίσει να υφέρπει εις το διηνεκές.
Εξόχως προβληματική, επίσης, παρουσιάζεται η πεποίθηση της Αθήνας ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα οδηγήσει στη μείωση της τουρκικής επιρροής στο βαλκανικό κρατίδιο (και στη συνακόλουθη αύξηση της αντίστοιχης ελληνικής), καθώς, τόσο πριν όσο και μετά τη συμφωνία, οι πολύμορφες σχέσεις -κυρίως οικονομικές, εμπορικές, στρατιωτικές και πολιτισμικές- μεταξύ Σκοπίων και Άγκυρας δείχνουν να αναβαθμίζονται ραγδαία.

Συνεπώς, το ελληνικό επιχείρημα περί μελλοντικών ωφελημάτων από την υπογραφή της Συμφωνίας εμφανίζεται άκρως αμφιλεγόμενο, αφού, επιπρόσθετα, η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ θα το ενοφθαλμίσει πλήρως στον ιστό της συμμαχικής επιρροής, απομακρύνοντάς το από την Ελλάδα.

Ελληνοτουρκικά

Πιο περίπλοκα και κρίσιμα είναι τα πράγματα στο ευρύ πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με την Τουρκία να εγείρει διεκδικήσεις εφ’ όλης σχεδόν της ύλης των διμερών θεμάτων.

Το εύρος, καθώς και τη μελλοντική εκδίπλωση των τουρκικών διεκδικήσεων αποτυπώνει η σαφής και επαναλαμβανόμενη αμφισβήτηση, εκ μέρους της Τουρκίας, της Συμφωνίας της Λωζάννης, η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν, «πρώτα και κύρια, δεν περιλαμβάνει μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την περιοχή. Αφορά ολόκληρη την περιοχή και, ακριβώς, εξαιτίας αυτού, πιστεύω συγχρόνως ότι όλες οι συνθήκες χρειάζονται μία επικαιροποίηση. Και η Λωζάννη, σύμφωνα με τα τελευταία γεγονότα, χρειάζεται επικαιροποίηση» (δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου τον Δεκέμβριο 2017, λίγο μόλις πριν από την επίσκεψή του στην Αθήνα).

Τα προβλήματα στη Θράκη

Οι τουρκικές διεκδικήσεις στη Δυτική Θράκη, με επίκεντρο τη μουσουλμανική μειονότητα, παραμένουν αμείωτες, ενώ η παρέμβαση της Άγκυρας εκδιπλώνεται οργανωμένα, με συντεταγμένη αναβάθμιση των βασικών πυλώνων διείσδυσής της.

Το κυριότερο πρόβλημα για την Ελλάδα, πέρα από την εμμονή της Άγκυρας να μιλά για «ομοεθνείς πληθυσμούς», των οποίων τα δικαιώματα καταπατώνται, είναι το γεγονός ότι, λόγω και της ελληνικής αβελτηρίας, η Τουρκία κατάφερε να δημιουργήσει στη Δυτική Θράκη, με την πάροδο των χρόνων, παράλληλες δομές εξουσίας (πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, οικονομικές), τις οποίες η ελληνική Πολιτεία αδυνατεί, πλέον, να ελέγξει.

Βασικό άξονα διείσδυσης της Άγκυρας στη Θράκη αποτελεί το Τουρκικό Προξενείο, το οποίο, εδώ και χρόνια, μέσα από συστηματική και μεθοδική δουλειά, στη «σκιά» της ελληνικής επανάπαυσης, έχει καταφέρει να δημιουργήσει παράλληλες δομές, εφαρμόζοντας την πολιτική των «μαλακών συνόρων».

Ένα άλλο εργαλείο παρέμβασης, που, επίσης, λειτουργεί ως παράλληλη δομή εξουσίας, αποτελούν οι ψευδομουφτήδες, οι οποίοι ανήκουν καθ’ ολοκληρίαν στο ριζοσπαστικό Ισλάμ και διά των οποίων η Άγκυρα τρομοκρατεί όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Θράκης.

«Αποσχιστικός» είναι και ο ρόλος των μουσουλμάνων περιφερειακών συμβούλων στο Περιφερειακό Συμβούλιο της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, οι οποίοι ελέγχονται πλήρως από την Τουρκία.

Εσχάτως, δε, η Τουρκία έχει προβεί και στην αναβάθμιση της οικονομικής της παρέμβασης στην περιοχή, με τη λειτουργία της τουρκικής τράπεζας στην Κομοτηνή και Ξάνθη, η οποία, στην ουσία, λειτουργεί πέρα από το ευρύτερο τραπεζικό σύστημα.

Οι αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο

Όσον αφορά το Αιγαίο, οι τουρκικές αξιώσεις, όπως διατυπώνονται στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», ξεπερνούν κάθε όριο, δημιουργώντας για την Ελλάδα έναν… δισεπίλυτο εφιάλτη, καθώς εκδηλώνονται, έμπρακτα, διά της συστηματικής επίσεισης της απειλής της στρατιωτικής ισχύος, κατά παράβασιν κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου.

Η Τουρκία, ούτε λίγο ούτε πολύ, διά της δημιουργίας γκρίζων ζωνών, διεκδικεί το μισό Αιγαίο, θέτοντας σε αμφισβήτηση τον ελληνικό εναέριο χώρο των δέκα μιλίων και αμφισβητώντας την ελληνική κυριαρχία επί σειράς ελληνικών νησιών και βραχονησίδων.

Μάλιστα, σε επίσημο έγγραφο που κατατέθηκε στο ΝΑΤΟ, η Άγκυρα εγείρει την απαίτηση να μη γίνεται λόγος για εναέριο χώρο του Αιγαίου, αλλά για “εναέριο χώρο του ΝΑΤΟ”!

Ζητάει, ταυτόχρονα, να μην κατατίθενται σχέδια πτήσης στο FIR Αθήνας, ενώ ακόμη ζητά από τα πλοία του ΝΑΤΟ να μην ελλιμενίζονται στα Δωδεκάνησα.

Και, όλα αυτά, με φόντο το εν ισχύι casus belli εκ μέρους της Τουρκίας, σε ενδεχόμενη οριοθέτηση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 Ναυτικά Μίλια, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας.

Αν, λοιπόν, για την Αθήνα, μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά αποτελεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για την Άγκυρα, ολόκληρο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων συνεχίζει να τίθεται υπό το πρόσημο της επεκτατικής της στρατηγικής και των εγερθέντων κυριαρχικών αξιώσεών της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως διατυπώθηκε, επανειλημμένως, από τον Τούρκο Υπουργό Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, συνιστά και θα αποτελεί, εφεξής, τον ορίζοντα αλλά και τη… δαμόκλειο σπάθη των τουρκικών προσεγγίσεων, οι οποίες δεν επηρεάζονται -αντιθέτως, ανατροφοδοτούνται-, από ευκαιριακούς ή περιστασιακούς τακτικισμούς και ελιγμούς.

Κυπριακό

Στο Κυπριακό, η Άγκυρα επιδιώκει λύση, η οποία θα της εξασφαλίζει τον πλήρη γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό έλεγχο της Κύπρου, αλλά και μόνιμη στρατιωτική παρουσία στο διηνεκές.

Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης, εμμένει στις σταθερές αξιώσεις της για διατήρηση των εγγυητικών της δικαιωμάτων και παραμονή του τουρκικού στρατού κατοχής, ενώ παρουσιάζεται αμετακίνητη στο κρίσιμο θέμα του διαμοιρασμού της εξουσίας σε μια ενδεχόμενη διευθέτηση του Κυπριακού, στη μορφή διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, αλλά και σε «οποιοδήποτε άλλο μοντέλο λύσης», όπως επισήμανε ο Ρ. Τ. Ερντογάν στον Α. Τσίπρα στην πρόσφατη συνάντησή τους στην Άγκυρα, υποστηρίζοντας την πλήρη πολιτική ισότητα Ε/κ και Τ/κ στις δομές λήψης αποφάσεων.

Η Τουρκία αξιώνει, παράλληλα, διαμοιρασμό των υδρογονανθράκων που έχουν εντοπιστεί στην κυπριακή ΑΟΖ, «είτε με λύση του Κυπριακού είτε χωρίς λύση», ζητώντας, ταυτόχρονα, τη μεταφορά του φυσικό αερίου μέσω των τουρκικών αγωγών.

Γεωπολιτική ηγεμονία

Συμπερασματικά, κύρια στρατηγική επιδίωξη της Άγκυρας είναι η γεωπολιτική ηγεμονία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και στη Βαλκανική Χερσόνησο, γεγονός που θα την καταστήσει μείζονα περιφερειακή δύναμη, εις βάρος των συμφερόντων των υπολοίπων χωρών της περιοχής.

Ο σχεδιασμός αυτός δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την γεωπολιτική συρρίκνωση της Ελλάδας και την πλήρη γεωπολιτική εξαφάνιση της Κύπρου, οι οποίες θα καταστούν, σταδιακά, σε «χώρο» εκδίπλωσης και άσκησης της νεο-οθωμανικής κυριαρχίας, πλήρως ελεγχόμενο από την Άγκυρα.

Υπό αυτό το πρίσμα, τα εθνικά θέματα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται κεχωρισμένα, αλλά στη συστημική συνθετότητά τους, με πρόσημο την οργανωμένα εντεινόμενη τουρκική επεκτατικότητα.
Η Αθήνα, θα έπρεπε, κατά τούτο, έστω και στην αχλή του σούρουπου, να επιτρέψει στη γλαύκα της σοφίας και της γνώσης να την επισκεφθεί…

 

Σημερινή Κύπρου
Back to top button