Όταν ο διπλωμάτης γίνεται κομματικός
Οι ποιό αμήχανες στιγμές της ισραηλινής διπλωματίας, ο πρέσβης της χώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες, Γιεχιέλ Λέιτερ, καλείται εσπευσμένα να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ να δώσει εξηγήσεις.
Η αφορμή; Δηλώσεις του σε δεξιό αμερικανικό μέσο ενημέρωσης που, αν και εκ πρώτης όψεως εμφανίζονται ως προσωπικές, στην πραγματικότητα εμπλέκουν ευθέως την κρατική διπλωματική υπηρεσία σε ένα εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι με φόντο τον πόλεμο στη Γάζα.
Ο Γιεχιέλ Λέιτερ, πολιτικά διορισμένος από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, επέλεξε να δώσει συνέντευξη στο PragerU – ένα μέσο με σαφές ιδεολογικό στίγμα – και να επιτεθεί όχι μόνο εναντίον των επικριτών του πρωθυπουργού, αλλά και εναντίον μερίδας του ισραηλινού Τύπου. Χρησιμοποίησε βαρείς όρους: «λίβελος του αίματος», «κακεντρέχεια», «τρέλα». Όροι οι οποίοι δεν προέρχονται από την ψύχραιμη φωνή ενός διπλωμάτη, αλλά από το οπλοστάσιο ενός πολιτικού μαχητή.
Αυτό δεν θα προκαλούσε τόση αίσθηση, αν ο Λέιτερ δεν κατείχε μια από τις πιο κρίσιμες διπλωματικές θέσεις του Ισραήλ – αυτή του πρέσβη στην Ουάσιγκτον. Μια θέση στην οποία η προσεκτική φρασεολογία, η ουδετερότητα και η αποφυγή σχολιασμού της εσωτερικής πολιτικής είναι θεμελιώδης κανόνας. Κι όμως, η τοποθέτηση του Λέιτερ δείχνει πως πλέον τα όρια μεταξύ διπλωματίας και κομματικής στρατηγικής έχουν γίνει δυσδιάκριτα, αν όχι ανύπαρκτα.
Η αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών υπήρξε άμεση, σχεδόν αντανακλαστική. Ο γενικός διευθυντής Έντεν Μπαρ-Ταλ κάλεσε τον πρέσβη να απολογηθεί, βάσει εντολών της πειθαρχικής διεύθυνσης του δημοσίου. Το μήνυμα είναι σαφές: ακόμη και αν προέρχεσαι από τον στενό κύκλο του πρωθυπουργού, δεν του επιτρέπεται να υπονομεύει θεσμικά όρια και ρόλους. Ο διπλωμάτης δεν είναι κομματάρχης. Εκπροσωπεί ένα κράτος, όχι μια κυβέρνηση.
Η κοινή γνώμη δεν συγχωρεί τις σκοπιμότητες
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεσμικό. Είναι καθαρά πολιτικό και έχει να κάνει με την ίδια την ουσία της κρίσης στο Ισραήλ. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Καναλιού 12, το 55% των Ισραηλινών πιστεύει ότι ο Νετανιάχου παρατείνει τον πόλεμο για να βρίσκεται στην εξουσία. Ότι καθυστερεί εσκεμμένα να απελευθέρωση τους ομήρων και την επιστροφή στην ειρήνη για να εξυπηρετήσει πολιτικά του σχέδια. Και σε αυτό το κλίμα δυσπιστίας, οι δηλώσεις του πρέσβη έρχονται να ρίξουν λάδι στη φωτιά. Δεν απαντούν στις ανησυχίες, αλλά τις εντείνουν. Δεν κατευνάζουν, αλλά πολώνουν.
Ο Λέιτερ δεν είναι τυχαίος. Είναι πρώην σύμβουλος του Νετανιάχου, γεννημένος στις Ηνωμένες Πολιτείες, εγκατεστημένος σε εβραϊκό οικισμό στη Δυτική Όχθη – μια περιοχή που από μόνη της φορτίζει πολιτικά την ταυτότητα όσων κατοικούν εκεί. Ο ίδιος έχει προσωπικό λόγο να τοποθετείται με ένταση: ο γιος του σκοτώθηκε στον πόλεμο της Γάζας, ως αξιωματικός του ισραηλινού στρατού. Ο πόνος του είναι υπαρκτός, αλλά δεν νομιμοποιεί τη διολίσθηση της διπλωματίας σε κομματικό όργανο.
Η επιστροφή του Λέιτερ στην Ιερουσαλήμ για εξηγήσεις είναι περισσότερο από μια τυπική πειθαρχική διαδικασία. Είναι μια πράξη που σκοπεύει να κρατήσει ισορροπίες. Να στείλει μήνυμα εντός και εκτός χώρας ότι το Ισραήλ, όσο πολωμένο κι αν είναι, δεν παραδίδει αμαχητί τα όπλα της θεσμικής αυτοσυντήρησης.
Ο πρέσβης, όσο στενός συνεργάτης του Νετανιάχου κι αν είναι, πρέπει να παραμείνει στην αρχική του θέση ως πρέσβης. Και η διπλωματία, παρά τις πιέσεις, οφείλει να μην καταληφθεί από τον φανατισμό της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης.