Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν σημαντικούς πόρους για την υποστήριξη του Ισραήλ στον πρόσφατο ολιγοήμερο πόλεμο με το Ιράν, η άλλη μεγάλη παγκόσμια δύναμη, η Κίνα, αξιοποιεί με επιδεξιότητα τις εξελίξεις προς όφελός της, ακολουθώντας μια πολιτική που, σύμφωνα με τον Κινέζο ειδικό Ντενγκ Γιουβέν, χαρακτηρίζεται από ενδογενείς αντιφάσεις.
Σε ανάλυσή του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Policy, ο Ντενγκ περιγράφει τη στάση του Πεκίνου ως «αντιφατική πολιτική εκ των πραγμάτων», επισημαίνοντας ότι οι δημόσιες εκκλήσεις της Κίνας για κατάπαυση του πυρός στη Μέση Ανατολή είναι, τουλάχιστον εν μέρει, ειλικρινείς.
Ο Ντενγκ διαχωρίζει την κινεζική πολιτική σε δύο επίπεδα: αφενός στη στρατηγική προσέγγιση της Κίνας στη Μέση Ανατολή, και αφετέρου στη γενικότερη στρατηγική της αντιπαλότητας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με την ανάλυση, η σύγκρουση Ιράν–Ισραήλ έχει άμεση σημασία για το Πεκίνο, καθώς απειλεί να αποσταθεροποιήσει την Πρωτοβουλία του Δρόμου του Μεταξιού, να υπονομεύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Κίνας και να επηρεάσει δυσμενώς τη στρατηγική ισορροπία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η στρατηγική της Κίνας στη Μέση Ανατολή στηρίζεται κυρίως στην ανάγκη εξασφάλισης ενεργειακής ασφάλειας. Η χώρα εξαρτάται σημαντικά από τις εισαγωγές πετρελαίου από τα κράτη του Περσικού Κόλπου, και κυρίως από το Ιράν. Πέραν αυτού, η Κίνα προωθεί οικονομικά συμφέροντα μέσω της Πρωτοβουλίας του Δρόμου του Μεταξιού, ενώ διατηρεί πολιτική συνεργασία τόσο με τις αραβικές χώρες όσο και με την Τεχεράνη.
Παρόλο που η Κίνα έχει αυξήσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η πλειονότητα των ενεργειακών της αποθεμάτων εξακολουθεί να προέρχεται από τη Μέση Ανατολή. Ο Ντενγκ υποστηρίζει ότι σε περίπτωση κατάρρευσης της εύθραυστης εκεχειρίας και γενίκευσης της σύγκρουσης, τα κινεζικά έργα στην περιοχή θα τεθούν σε κίνδυνο.
Η μεγαλύτερη ανησυχία του Πεκίνου, σύμφωνα με τον ειδικό, εντοπίζεται στο ενδεχόμενο πολιτικής ανατροπής του ιρανικού θεοκρατικού καθεστώτος, ως αποτέλεσμα συντονισμένης στρατιωτικής πίεσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Ο Ντενγκ επισημαίνει ότι σε μια τέτοια περίπτωση, η πολύχρονη κινεζική εμπλοκή και οι επενδύσεις στο Ιράν θα κατέρρεαν, επιβεβαιώνοντας τους φόβους του Πεκίνου για μια εξέγερση υποκινούμενη από την Ουάσινγκτον.
Στο πλαίσιο του στρατηγικού ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Πεκίνο δεν επιθυμεί την κλιμάκωση της σύρραξης, εκτιμά ωστόσο ότι μια περιορισμένη ένταση μπορεί να λειτουργήσει ευνοϊκά για την Κίνα. Η παρατεταμένη εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή ενδέχεται να αποδυναμώσει τη στρατηγική τους παρουσία στην Ανατολική Ασία, περιορίζοντας έτσι την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την Κίνα σε γεωπολιτικό επίπεδο.
Μια περιφερειακή σύρραξη θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, τη μετακίνηση στρατηγικών αμερικανικών μέσων – όπως αεροπλανοφόρων κλάσης Nimitz και βομβαρδιστικών – από την Ασία προς τη Μέση Ανατολή, γεγονός που θα μπορούσε να εξαντλήσει αποθέματα πυρομαχικών και να υπονομεύσει τη δυνατότητα αποτροπής απέναντι στο Πεκίνο.
Σύμφωνα με τον Ντενγκ, για να λειτουργήσει η σύγκρουση Ιράν–Ισραήλ ως «δεύτερο Αφγανιστάν» που θα αποσπά την προσοχή και τους πόρους των Ηνωμένων Πολιτειών, το Ιράν θα πρέπει να παραμείνει στρατιωτικά ανθεκτικό. Αυτό, όπως αναφέρει, ενδέχεται να απαιτήσει παροχή στρατιωτικής βοήθειας, είτε άμεσα είτε μέσω τρίτων χωρών όπως το Πακιστάν, ή υποστήριξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας του Ιράν. Αν και το ενδεχόμενο ανοιχτής στρατιωτικής υποστήριξης από την Κίνα θεωρείται απίθανο, η διακριτική ενίσχυση της αυτάρκειας του Ιράν είναι απολύτως πιθανή.
Καταλήγοντας, ο Ντενγκ τονίζει ότι το διπλωματικό μήνυμα της Κίνας είναι σαφές: τάσσεται υπέρ του Ιράν, καταδικάζει το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες και ζητά αυτοσυγκράτηση για την αποτροπή ευρύτερης αποσταθεροποίησης. Ωστόσο, αυτή η ρητορική ενδέχεται να αφήνει περιθώρια για μια ελεγχόμενη κλιμάκωση που θα αποδυνάμωνε σταδιακά τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, χωρίς η Κίνα να εμπλακεί απευθείας σε πολεμικές επιχειρήσεις.