Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν το πρωί της Τετάρτης, 12 Φεβρουαρίου 2024, κατά την οποία συζητήθηκαν σημαντικά θέματα, όπως η λήξη του πολέμου στην Ουκρανία και οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Ο Τραμπ, μέσω ανάρτησης του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περιέγραψε τη συνομιλία με τον Πούτιν, αναφέροντας ότι «είχα ένα μακρύ και εξαιρετικά παραγωγικό τηλεφώνημα με τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας. Συζητήσαμε για την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή, την ενέργεια, την τεχνητή νοημοσύνη, τη δύναμη του δολαρίου και άλλες σημαντικές υποθέσεις. Στη διάρκεια της συνομιλίας μας, αναλογιστήκαμε την μεγάλη ιστορία των δύο εθνών μας, θυμηθήκαμε τη συνεργασία μας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν και οι δύο χώρες πλήρωσαν βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, με τη Ρωσία να θρηνεί δεκάδες εκατομμύρια θύματα και εμάς να χάνουμε επίσης εκατομμύρια ανθρώπους.»
Ο Αμερικανός πρόεδρος πρόσθεσε πως οι δύο ηγέτες μίλησαν για τα ισχυρά σημεία των εθνών τους και την πιθανή ωφέλεια από την ενίσχυση της συνεργασίας τους. Παράλληλα, συμφώνησαν ότι το πρώτο και σημαντικότερο βήμα είναι να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και να σταματήσει η ανθρωπιστική καταστροφή που προκαλείται από τον συνεχιζόμενο πόλεμο. Ο Τραμπ ανέφερε πως ο Πούτιν χρησιμοποίησε το σύνθημα της εκστρατείας του, «ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ», και ότι και οι δύο συμφώνησαν να συνεργαστούν στενότερα, με τις δύο χώρες να ενδυναμώσουν τις σχέσεις τους, ενώ σχεδίασαν και τις επόμενες διαπραγματεύσεις μέσω των ομάδων τους.
Ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι η πρώτη ενέργεια που θα γίνει είναι να επικοινωνήσει με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Ζελένσκι, προκειμένου να τον ενημερώσει για τη συνομιλία και τις εξελίξεις. Ζήτησε, επίσης, από τον Υπουργό Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, τον Διευθυντή της CIA, Τζον Ράτκλιφ, τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Μάικλ Βαλτς, και τον Πρεσβευτή και Ειδικό Απεσταλμένο, Στιβ Γουίτκοφ, να αναλάβουν τις διαπραγματεύσεις, για τις οποίες ο ίδιος εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα οδηγήσουν σε επιτυχή έκβαση.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών επεσήμανε πως εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε έναν πόλεμο που, κατά τη γνώμη του, δεν θα είχε ξεσπάσει αν εκείνος ήταν πρόεδρος τη στιγμή εκείνη, αλλά τόνισε πως το γεγονός αυτό είναι παρόν και ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει. Επανέλαβε ότι δεν πρέπει να χαθούν άλλες ζωές, ευχαριστώντας τον Πρόεδρο Πούτιν για τη συνεργασία του και για την πρόσφατη απελευθέρωση του Marc Fogel, ενός αμερικανού πολίτη, τον οποίο ο Τραμπ συνάντησε στον Λευκό Οίκο την προηγούμενη ημέρα. Ο Τραμπ εξέφρασε την ελπίδα ότι οι προσπάθειες αυτές θα οδηγήσουν σε μια επιτυχή και σύντομη κατάληξη.
Σε δηλώσεις του μέσω του Πιτ Χέγκσεθ, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε την άποψη ότι η επιστροφή της Ουκρανίας στα σύνορα πριν από το 2014 είναι ένας μη ρεαλιστικός στόχος, τοποθετώντας έτσι την πολιτική του στις τρέχουσες εξελίξεις του πολέμου με τη Ρωσία. Η δήλωση αυτή πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και έρχεται ως η πιο σαφής και ευθέως διατυπωμένη αναφορά στην προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Χέγκσεθ, που συμμετείχε στις συνομιλίες, τόνισε ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν θεωρεί την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως ένα μέρος της λύσης ή του ειρηνικού σχεδίου για τον τερματισμό της σύγκρουσης.
Αναγνωρίζοντας την επιθυμία για μια κυρίαρχη και ευημερούσα Ουκρανία, ο Χέγκσεθ υπογράμμισε ότι η επιστροφή στα προ του 2014 σύνορα της χώρας είναι ένας στόχος που δεν μπορεί να επιτευχθεί, καθώς αυτή η προσδοκία παρατείνει τον πόλεμο και αυξάνει τη φτώχεια και τα δεινά. Η Ρωσία, θυμίζοντας την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την υποστήριξη των φιλορώσων αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία, συνεχίζει να ελέγχει περίπου το 20% της ουκρανικής επικράτειας, κυρίως στην ανατολική και νότια Ουκρανία, ενώ η πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή του 2022 έχει εντείνει τη σύγκρουση.
Σχετικά με την ειρηνική επίλυση του πολέμου, ο Χέγκσεθ δήλωσε ότι για να υπάρξει βιώσιμη ειρήνη, θα πρέπει να τεθούν «ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας» ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο πόλεμος δεν θα αναζωπυρωθεί. Όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν θεωρούν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως ρεαλιστικό στόχο για μια συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων. Αντί για την ένταξη, οι εγγυήσεις ασφαλείας πρέπει να βασίζονται σε στρατεύματα «ευρωπαϊκά και μη ευρωπαϊκά», και πιθανόν, να αναπτυχθούν ως ειρηνευτικές δυνάμεις στην Ουκρανία στο μέλλον.
Επιπλέον, ο Χέγκσεθ καθιστά σαφές ότι οποιαδήποτε στρατιωτική αποστολή στην Ουκρανία δεν θα γίνει υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και ότι τα αμερικανικά στρατεύματα δεν θα αναπτυχθούν στη χώρα στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. «Για να είμαστε ξεκάθαροι, στο πλαίσιο των εγγυήσεων ασφαλείας, δεν θα αναπτυχθούν αμερικανικά στρατεύματα στην Ουκρανία», δήλωσε χαρακτηριστικά, διαχωρίζοντας τη θέση της κυβέρνησης Τραμπ από τις πολιτικές του παρελθόντος σχετικά με την άμεση στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αυτές οι δηλώσεις σηματοδοτούν την ξεκάθαρη διαφοροποίηση της κυβέρνησης Τραμπ από τις προηγούμενες στρατηγικές και διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, και αναδεικνύουν τη νέα προσέγγιση που προκρίνει την ενίσχυση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων για την ασφάλεια στην περιοχή, χωρίς τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ ή των αμερικανικών στρατευμάτων.
Ο προκάτοχός του, Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, δεν είχε μιλήσει με τον Ρώσο ομόλογό του εδώ και σχεδόν τρία χρόνια. Ο τελευταίος πρόεδρος των ΗΠΑ που επισκέφθηκε τη Ρωσία ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα το 2013, όταν συμμετείχε στη σύνοδο κορυφής της G20.