breaking newsΕλλάδα

Η καταστροφική κληρονομιά Μητσοτάκη

Η καταστροφική κληρονομιά ΜητσοτάκηΚάθε φορά που πρωθυπουργοί, υπουργοί και πολιτικοί αρχηγοί επικαλούνται τις «παθογένειες» του κράτους ή αναφέρονται στη «διαχρονικότητα» των προβλημάτων για να δικαιολογήσουν αστοχίες ή σκάνδαλα, το αφήγημα αποπροσανατολίζει από το σήμερα, προσπαθώντας να μεταθέσει ευθύνες στο παρελθόν.

Ωστόσο, οι πολίτες αναδεικνύουν νέες κυβερνήσεις με την προσδοκία της θεραπείας των χρόνιων προβλημάτων, όχι της διαιώνισής τους. Η εναλλαγή στην εξουσία δεν μπορεί να δικαιολογείται όταν απλώς διατηρεί τη στασιμότητα.

Από τη Μεταπολίτευση και μετά, ανεξαιρέτως, όλες οι κυβερνήσεις έχουν χρησιμοποιήσει το επιχείρημα των παθογενειών για να αποσείσουν τις ευθύνες τους. Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Αυτό που αλλάζει σήμερα είναι πως επί της παρούσας κυβέρνησης οι παθογένειες όχι μόνο δεν περιορίζονται αλλά εντείνονται και πολλαπλασιάζονται. Αντί για ανάσχεση, παρατηρείται επιδείνωση. Το επιχείρημα «τα ίδια έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ» δεν συνιστά πολιτική απάντηση, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την υποχρέωση για μεταρρυθμίσεις.

Η ανομία εντός των πανεπιστημίων υπήρχε και επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Φαινόμενα όπως καταλήψεις και διακίνηση ναρκωτικών ήταν έντονα και γνωστά. Όμως, η αλλαγή κυβέρνησης δεν επέφερε ουσιαστική βελτίωση. Το ΕΚΠΑ με τα 1.700 στρέμματα και τις 300 εισόδους φυλάσσεται από μόλις 120 άτομα, καταδεικνύοντας τις δομικές ελλείψεις. Η πρόταση για πειθαρχικές παρεμβάσεις στους πρυτάνεις, χωρίς ενίσχυση του προσωπικού ή διατήρηση της αυτονομίας, δεν οδηγεί σε λύση. Η πανεπιστημιακή ζωή απαιτεί διάλογο και δημοκρατικό χειρισμό, όχι αυταρχικές μεθόδους.

Κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καταγράφηκαν προβλήματα και αδυναμίες στον τρόπο χορήγησης των αγροτικών επιδοτήσεων. Ωστόσο, πρόσφατες καταγγελίες από ευρωπαϊκούς θεσμούς κάνουν λόγο για ασύδοτη διαχείριση και υπερδιπλασιασμό των ποσών, ιδιαίτερα στην Κρήτη. Η μετάβαση από τις ατασθαλίες σε συστηματική κατάχρηση κονδυλίων εγείρει ερωτήματα. Η προοπτική του πρωθυπουργού να «λύσει» το πρόβλημα με το κλείσιμο του ΟΠΕΚΕΠΕ ή καταγγελίες κατά «επιτήδειων» παραμένει κενή ουσίας αν δεν υπάρξει επιστροφή των ποσών και ενεργοποίηση πειθαρχικών διαδικασιών.

Η υπόθεση των υποκλοπών αφορά και την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, σήμερα οι καταγγελίες αφορούν πολύ ευρύτερο φάσμα στόχων: μέλη της κυβέρνησης, στρατιωτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες και άλλους. Οι ασαφείς αναφορές σε «ρυπαρά δίκτυα» και η προαγωγή εμπλεκομένων σε ανώτερες θέσεις δεν συνιστούν απάντηση. Η ουσία βρίσκεται στην ανάγκη για σεβασμό της ιδιωτικότητας και της θεσμικής ομαλότητας – ειδικά από μια κυβέρνηση που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερη.

Η σύμβαση 717 για τον εκσυγχρονισμό των σιδηροδρομικών μεταφορών καθυστέρησε επί ΣΥΡΙΖΑ, με αλλεπάλληλες παρατάσεις. Ωστόσο, επί Ν.Δ. υπήρξε περαιτέρω καθυστέρηση παρά τις αυξημένες δαπάνες. Η σύμβαση δεν ολοκληρώθηκε, και η ανεπάρκεια αυτή αποδείχθηκε μοιραία με το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη. Παρά τα γεγονότα, καμία εταιρική ευθύνη δεν έχει διερευνηθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά αποτέλεσε αντικείμενο διεκδικήσεων ήδη από το 2015, με την αιγυπτιακή πλευρά να προβάλλει αξιώσεις σε 71 ακίνητα. Το πρόβλημα, παρότι ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα λαμβάνει χαρακτήρα εθνικής υποχώρησης.

Κατά την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, η σχέση με την Ε.Ε. έφτασε σε κρίσιμο σημείο μέσω του δημοψηφίσματος του 2015. Σήμερα, υπό την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, παρατηρούνται συνεχείς παρατηρήσεις και ελέγχους από ευρωπαϊκούς θεσμούς: για τις τηλεπικοινωνίες, τις αγροτικές επιδοτήσεις, τους σιδηροδρόμους, ακόμα και για παρεμπόδιση της Ευρωπαίας Εισαγγελέως.

Η χρήση των όρων «παθογένειες» και «διαχρονικά» από την κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας συνιστά απόκλιση από τη σαφή εντολή των πολιτών για μεταρρυθμίσεις και πρόοδο. Αντί να ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις αλλαγής, η κυβέρνηση εμφανίζει συμπτώματα επανάληψης και ενίσχυσης παλαιότερων πρακτικών, ορισμένες φορές σε μεγαλύτερη ένταση. Όταν η διακυβέρνηση δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από αυτήν που υποκατέστησε – και σε ορισμένα πεδία θεωρείται χειρότερη – η φθορά είναι αναπόφευκτη, ανεξαρτήτως πολιτικού ανταγωνισμού.

Ο πρωθυπουργός έχει καταφύγει τελευταία σε ρητορική αυστηρότητας, προειδοποιώντας για κυρώσεις σε δημόσιους υπαλλήλους, πρυτάνεις και στελέχη της διοίκησης. Παρότι έχει κάθε δικαίωμα να επιδιώξει την εφαρμογή των νόμων, η απουσία ουσιαστικής δράσης – όπως δείχνει η περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ όπου δεν έχει κινηθεί καμία διαδικασία – μετατρέπει τις απειλές σε επικοινωνιακά τεχνάσματα. Κι όταν η εξαγγελία δεν συνοδεύεται από πράξη, η κυβερνητική ισχύς φθίνει.

Ιεροσυλία και ξεπεσμός

Έντονες αντιδράσεις προκαλούν και οι πρόσφατες δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη, ο οποίος, ερωτηθείς σχετικά με τις εξελίξεις γύρω από την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, προχώρησε σε σχόλια που συνέδεσαν την υπόθεση με την τραγωδία των Τεμπών.

Σε επίσημη τοποθέτησή του, ο κ. Μαρινάκης ανέφερε: «Δυστυχώς δεν έβαλαν μυαλό από τα ξυλόλια και τις συγκαλύψεις πάνω από ένα τραγικό δυστύχημα και είπαν να εξάγουν το λαθρεμπόριο ψεμάτων και σε ζητήματα που φτάνουν μέχρι την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά». Η τοποθέτηση αυτή έχει προκαλέσει κύμα αντιδράσεων, με επικριτές να κάνουν λόγο για ειρωνική και προσβλητική στάση απέναντι τόσο στους συγγενείς των θυμάτων της σιδηροδρομικής τραγωδίας όσο και στην ορθόδοξη κοινότητα που συνδέεται με το μοναστήρι στο Σινά.

Σύμφωνα με κυβερνητικούς κύκλους, η διασπορά ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών και η αμφισβήτηση των επίσημων τοποθετήσεων υπονομεύουν την προσπάθεια διαχείρισης ευαίσθητων ζητημάτων, όπως η υπόθεση της Μονής αλλά και το δυστύχημα στα Τέμπη. Ωστόσο, ομάδες συγγενών των θυμάτων και υποστηρικτές της Μονής υποστηρίζουν πως στηρίζονται σε στοιχεία και λογικά επιχειρήματα για να διατυπώσουν τις θέσεις και τις ανησυχίες τους.

Οι γονείς των θυμάτων από τα Τέμπη, οι οποίοι παρακολουθούν και ερευνούν την πορεία της υπόθεσης για την απόδοση ευθυνών, έχουν κατ’ επανάληψη τονίσει την ανάγκη για διαφάνεια και δικαιοσύνη. Από την άλλη, οι μοναχοί της Μονής Αγίας Αικατερίνης έχουν εκφράσει ανησυχία για την απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου που αφορά τη δήμευση της περιουσίας της Μονής και ενδεχόμενες επιπτώσεις στη λειτουργία της.

Η κυβερνητική στάση, όπως αυτή εκφράστηκε μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου, έχει ερμηνευθεί από ορισμένες πλευρές ως προσπάθεια απαξίωσης των επικριτών και αποδυνάμωσης των επιχειρημάτων τους. Παράλληλα, επισημαίνεται η ανάγκη σεβασμού προς τα πρόσωπα και τις κοινότητες που δοκιμάζονται, είτε πρόκειται για τις οικογένειες των θυμάτων είτε για θρησκευτικές ομάδες που δραστηριοποιούνται επί δεκαετίες στον χώρο της Ορθοδοξίας.

Το πολιτικό κλίμα, υπό το βάρος τέτοιων δηλώσεων, φαίνεται να γίνεται ολοένα και πιο φορτισμένο, με την αντιπαράθεση να εντείνεται ανάμεσα στην κυβέρνηση και όσους εκφράζουν δημόσια διαφωνία ή αμφισβήτηση των επίσημων αφηγήσεων.

Kαράβι χωρίς προορισμό

Στο γεωπολιτικό πεδίο, ο Σίσι, μετά τη συνάντηση με τον Μητσοτάκη, είχε συνάντηση και με τον Ερντογάν. Ο τελευταίος διαθέτει τον μοχλό πίεσης που φοβάται ο πρώτος: τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Και είναι αυτοί, περισσότερο από κάθε άλλον, που θέλουν την αποχριστιανοποίηση της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης Σινά.

Αυτό με τη σειρά του συμπλέει με την ακόρεστη βούληση του Ερντογάν για παλιννόστηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με δι’ αντιπροσώπων πολιορκητικούς κριούς στη Βόρεια Αφρική και στα Βαλκάνια, αφού και οι δύο ζώνες τού επιτρέπουν την είσοδο στις θερμές θάλασσες από τη μια και στη ζώνη εμπορευμάτων προς την καρδιά της Ευρώπης από την άλλη.

Έχοντας απέναντί του την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με μηδενική αντίληψη της σπουδαιότητας της πολιτισμικής διπλωματίας, όπως φάνηκε στη Συρία, αλλά και με το «all in» απέναντι στη Μόσχα, ο «σουλτάνος» παίζει ποδοσφαιρικό παιχνίδι με… άδειο τέρμα.

Η δε αναποφασιστικότητα με το καλώδιο, η με ρυθμούς χελώνας αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής, η ανύπαρκτη στήριξη σε Ισραήλ και Ινδία καθιστούν τη χώρα μας αποκρουστική για διπλωματικές συνέργειες, βυθίζοντάς την δι’ αυτού του τρόπου σε διεθνή ανυποληψία.

Και όλα αυτά μετά την παταγώδη αποτυχία με τον μηχανισμό SAFE, όπου πλέον είναι πιθανόν να εισέλθει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.

Εάν, δε, όλα αυτά συνδυαστούν με την εξαιρετικά καθυστερημένη -κανείς δεν ξέρει πότε- άφιξη της Αμερικανίδας πρέσβη, μάλλον θα αντιληφθεί κανείς ότι υπάρχει παγιωμένη αντίληψη ότι η χώρα μας είναι καράβι χωρίς προορισμό.

Το ότι δεν πάει κάτι καλά στο υπουργείο Εξωτερικών το γνωρίζουν όλοι. Αλλά το γεγονός ότι ο καπετάνιος του πληρώματος συναινεί σε ένα αχαρτογράφητο ταξίδι με βάρκα την ελπίδα καθιστά τα πράγματα απελπιστικά.

newsprime.

Back to top button