
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη απέναντι στη Λιβύη και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αποδεικνύεται καταστροφική για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, προκαλώντας σοβαρές γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες που πλέον δεν αμφισβητούν ούτε τα πιο σκληρά φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης. Μέσα σε περίπου έξι χρόνια, η κυβέρνηση έχει καταφέρει σχεδόν να διαλύσει κάθε γεωπολιτικό έρεισμα και πλεονέκτημα που διέθετε η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή, υπονομεύοντας το ρόλο και την επιρροή της χώρας.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και ενδεικτικά παραδείγματα αυτής της ολέθριας πολιτικής είναι ο χειρισμός της ελληνικής κυβέρνησης γύρω από το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την κατάσταση στη Λιβύη, μια χώρα πλούσια σε υδρογονάνθρακες αλλά διαλυμένη από εμφύλιους πολέμους και διχασμό. Η Λιβύη ουσιαστικά έχει δύο κυβερνήσεις και δύο κοινοβούλια: την κυβέρνηση στη Δύση, υπό τον πρωθυπουργό Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά, η οποία στηρίζεται από την Τουρκία, και την κυβέρνηση στην Ανατολή, με επικεφαλής τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, που ήταν για χρόνια ο «δικός μας» παίκτης, ο σύμμαχος της Αθήνας στην πολύπλοκη λιβυκή σκακιέρα.
Ωστόσο, η πραγματικότητα έχει πλέον αλλάξει δραματικά. Παρά τη διεθνή αναγνώριση που απολάμβανε η κυβέρνηση του Ντμπεϊμπά, ο ίδιος ήταν πάντα ο πιο αδύναμος από τους δύο, στηριζόμενος κυρίως στα χρήματα με τα οποία διατηρούσε δυνάμεις πολιτοφυλακών, ενώ ο Χαφτάρ και οι γιοι του έχουν σταθεροποιήσει την επιρροή τους, ελέγχοντας το 80% της χώρας, τις περισσότερες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και το Κοινοβούλιο της Βεγγάζης.
Τον Μάιο του 2024, το Κοινοβούλιο της Βεγγάζης, προπύργιο του Χαφτάρ, κήρυξε τον Ντμπεϊμπά «παράνομο» και προώθησε αντικαταστάτες, γεγονός που οδήγησε ορισμένους υπουργούς της κυβέρνησης της Τρίπολης σε παραίτηση, αποκαλύπτοντας την κρισιμότητα της κατάστασης. Έτσι, ο κάποτε σύμμαχος της Ελλάδας Χαφτάρ βρίσκεται πλέον στο δρόμο να γίνει ο κυρίαρχος ολόκληρης της Λιβύης. Όμως, παρά αυτήν την εξέλιξη που θα έπρεπε να ανησυχεί βαθιά την Αθήνα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε να τον εγκαταλείψει πολιτικά και διπλωματικά, παραδίδοντάς τον ουσιαστικά στην αγκαλιά της Τουρκίας, η οποία έχει πια δυναμική παρουσία και επιρροή και στις δύο πλευρές.
Η ουσία του προβλήματος είναι ότι ο Χαφτάρ, που μέχρι πρότινος ήταν ο βασικός αντίπαλος της Τουρκίας στη Λιβύη, όχι μόνο δεν έχει τη στήριξη της Ελλάδας αλλά έχει μετατραπεί σε συμπαίκτη της Άγκυρας.
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη όχι μόνο δεν εμπόδισε αυτή την εξέλιξη αλλά ουσιαστικά διευκόλυνε το γεωστρατηγικό άνοιγμα της Τουρκίας σε μία χώρα κρίσιμη για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίσκεψη τον Απρίλιο του 2024 του γιου του Χαφτάρ, υποστράτηγου Σαντάμ Χαφτάρ, στην Άγκυρα, όπου υπέγραψε συμφωνίες για στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, η Τουρκία θα εκπαιδεύσει περίπου 1.500 μέλη των δυνάμεων του Χαφτάρ μέσα στη χρονιά, ενώ έχουν συμφωνηθεί πάνω από 30 προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης και προμήθειας τουρκικών όπλων, συμπεριλαμβανομένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV), καθώς και κοινές ασκήσεις με τους τουρκικούς ναυτικούς στόλους κατά μήκος των ανατολικών λιβυκών ακτών. Αυτή η συνεργασία ουσιαστικά δίνει στην Τουρκία στρατιωτική παρουσία και επιρροή σε κρίσιμες περιοχές της Λιβύης, ανοίγοντας νέα μέτωπα και αποδυναμώνοντας περαιτέρω τη θέση της Ελλάδας.
Το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που υπογράφηκε το 2019, αποτελεί την πιο ξεκάθαρη και οδυνηρή απόδειξη της αποτυχίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το μνημόνιο αυτό καθορίζει τεχνητά Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, παρακάμπτοντας πλήρως την ελληνική υφαλοκρηπίδα και αποκόπτοντας από τον χάρτη ελληνικά νησιά, ακόμα και την Κρήτη.
Ο Χαφτάρ και το λιβυκό Κοινοβούλιο είχαν αρχικά απορρίψει το μνημόνιο ως «άκυρο», γεγονός που έδινε στην Ελλάδα ένα ισχυρό διπλωματικό επιχείρημα. Ωστόσο, το γεγονός ότι πλέον η Βουλή της Λιβύης συγκροτεί τεχνική επιτροπή για την επανεξέταση και πιθανή επικύρωση του μνημονίου, αποτελεί πλήγμα και σήμα συναίνεσης προς την τουρκική πλευρά.
Ακόμη πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει δείξει καμία αντίδραση σε αυτές τις εξελίξεις, με την κυβέρνηση να κινείται σε θολό και απροετοίμαστο διπλωματικό πεδίο. Σε μια περίοδο που η Τουρκία αναβαθμίζει τη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία με τη Λιβύη, η ελληνική πλευρά, αντί να σκληρύνει τη στάση της, προχωρά σε πρωτοβουλίες που μόνο ως παραχωρήσεις μπορούν να εκληφθούν.
Παράλληλα με την παραπάνω γεωπολιτική κρίση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να προωθεί την υιοθέτηση της λεγόμενης «θετικής οικονομικής ατζέντας» με τη Λιβύη, μια πολιτική που μέχρι πρότινος είχε απορριφθεί ή τουλάχιστον περιορίζονταν αυστηρά. Αυτή η ατζέντα περιλαμβάνει την επανάληψη των διμερών συνομιλιών και τη διεύρυνση της συνεργασίας, χωρίς όμως να υπάρχει καμία δέσμευση ή εγγύηση από τη λιβυκή πλευρά για την αναθεώρηση ή την κατάργηση των τουρκολιβυκών μνημονίων.
Η Ελλάδα έχει ήδη υπογράψει τρία τουρκολιβυκά μνημόνια – δύο το 2019 για τη στρατιωτική συνεργασία και την οριοθέτηση της ΑΟΖ, και ένα το 2022 που αφορά τη συνεκμετάλλευση των λιβυκών υδρογονανθράκων. Παράλληλα, τον Δεκέμβριο του 2023, η κυβέρνηση της Τρίπολης, ελεγχόμενη ουσιαστικά από την Τουρκία, ανακοίνωσε μονομερώς την επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια και τη θέσπιση συνορεύουσας ζώνης 24 ναυτικών μιλίων, κίνηση που εγείρει νέα ζητήματα στη θαλάσσια κυριαρχία και τα δικαιώματα στην περιοχή.
Η Αθήνα, παρά τις αρχικές ενθαρρυντικές δηλώσεις για τον διεθνή διαγωνισμό εκμετάλλευσης θαλάσσιων οικοπέδων υδρογονανθράκων κοντά στην Κρήτη που προκήρυξε η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίων (NOC) της Λιβύης, δεν έχει ουσιαστική βάση για αισιοδοξία.
Τα όρια πολλών από τα οικόπεδα αυτών εφάπτονται της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και η διεθνής τάση για συνεκμετάλλευση υδρογονανθράκων σημαίνει ότι η Ελλάδα, μεσοπρόθεσμα, θα βρεθεί υπό πίεση να συμφωνήσει σε κοινοπραξίες με την τουρκική κρατική εταιρεία TPAO, η οποία έχει ήδη προβάδισμα με βάση το μνημόνιο του 2022.
Η κυβέρνηση, αντί να επιδιώκει ισχυρές και σαφείς δεσμεύσεις από τη λιβυκή πλευρά, προχωρά σε διπλωματικές και οικονομικές κινήσεις χωρίς ανταλλάγματα, όπως η πιθανή επανέναρξη απευθείας αεροπορικής σύνδεσης Αθήνας – Τρίπολης και η άρση περιορισμών της λιβυκής πολιτικής αεροπορίας στον ευρωπαϊκό εναέριο χώρο, παρά το γεγονός ότι μόλις πριν από λίγα χρόνια είχαν απορριφθεί τέτοια αιτήματα λόγω ανησυχιών ασφαλείας.
Επιπλέον, η Ελλάδα δεν έχει εγείρει ουσιαστικά ζητήματα για τα σοβαρά χρέη που η Λιβύη οφείλει σε ελληνικές εταιρείες και επενδυτές από δεκαετίες. Από το 1999, με μνημόνιο κατανόησης, η Λιβύη είχε αναγνωρίσει οφειλές άνω των 12,5 εκατομμυρίων δολαρίων σε 13 ελληνικές τεχνικές εταιρείες και επιπλέον περίπου 12,8 εκατομμύρια δολάρια σε άλλες εταιρείες, ποσά που δεν έχουν ποτέ αποπληρωθεί, ειδικά μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι.
Παράλληλα, υπάρχουν οφειλές της Λιβύης προς ελληνικούς ιατρικούς και τουριστικούς ομίλους που ξεπερνούν τα 92 εκατομμύρια ευρώ, οι οποίες αγνοούνται πλήρως από την ελληνική πολιτική.
Σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη φαίνεται να υπονομεύει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, επιτρέποντας την ενδυνάμωση της τουρκικής επιρροής στη Λιβύη και εγκαταλείποντας συμμάχους και «παίκτες» που μέχρι πρότινος υποστηρίζονταν ως αντίβαρα στην Τουρκία. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να αξιοποιεί το σύνταγμα και τις βασικές διπλωματικές αρχές για την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των ελληνικών συμφερόντων, προτιμώντας έναν ρευστό και ασαφή διπλωματικό δρόμο που μάλλον οδηγεί σε ήττες και απώλειες.
Συνολικά, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο συνιστά παράδειγμα παταγώδους αποτυχίας, με πρακτικές και πολιτικές που προδίδουν τα συμφέροντα της χώρας και προσφέρουν «δώρο» στην Τουρκία σε μια περίοδο που η περιοχή απαιτεί σταθερότητα, συμμαχίες και αποφασιστικότητα.
Η Ελλάδα χρειάζεται να αναθεωρήσει ριζικά την πολιτική της και να υιοθετήσει μια πιο σκληρή, μελετημένη και εθνικά προσανατολισμένη στρατηγική που θα προστατεύει τα συμφέροντα της πατρίδας σε μια κρίσιμη γεωπολιτικά περίοδο.