Οι πρόσφατες πολεμικές επιχειρήσεις, από τις ουκρανικές επιθέσεις με φθηνά drones σε ρωσικές αεροπορικές βάσεις μέχρι τις τακτικές των Χούτι στην Ερυθρά Θάλασσα και των Ιρανών Φρουρών στον Περσικό Κόλπο, αλλά και οι εξελίξεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στη Λωρίδα της Γάζας, αναδεικνύουν τη σταδιακή κατάρριψη των παραδοσιακών αντιλήψεων περί στρατιωτικής ισχύος.
Ο συνδυασμός χαμηλού κόστους, τεχνολογικής ευελιξίας και ασύμμετρης προσέγγισης έχει επαναπροσδιορίσει τα δεδομένα στην πολεμική επιχειρησιακή πραγματικότητα.
Παρά τα δεδομένα αυτά, σημαντικός αριθμός στρατών παγκοσμίως εξακολουθεί να επενδύει σε τεχνολογίες και μεθόδους περασμένων δεκαετιών.
Η αδυναμία προσαρμογής αποδίδεται συχνά σε δομικές, κοινωνικές και πολιτικές αγκυλώσεις. Όπως έχει καταγραφεί ιστορικά, η τεχνολογική ανανέωση στη στρατιωτική σφαίρα δεν είναι γραμμική διαδικασία. Στην ιαπωνική περίπτωση του 17ου αιώνα, η κυβέρνηση περιόρισε δραστικά τη χρήση πυροβόλων όπλων, παρά την προηγούμενη ευρεία χρήση τους, προκειμένου να διαφυλάξει την κοινωνική ιεραρχία και τον ρόλο των Σαμουράι, οι οποίοι εξαρτιόνταν από τις δεξιότητες μάχης με αγχέμαχα όπλα.
Η αισθητική και η πολιτισμική διάσταση του πολέμου φαίνεται επίσης να επηρέασαν τις αποφάσεις αυτές. Τα πυροβόλα όπλα θεωρήθηκαν αντιαισθητικά, ενώ το σπαθί και οι τελετουργικές μορφές μάχης διατηρούσαν ισχυρό συμβολικό και κοινωνικό φορτίο. Ανάλογες καταγραφές υπάρχουν και στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Κατά την περίοδο της πρώιμης χρήσης της πυρίτιδας, πρόσωπα όπως ο Θερβάντες και ο Σαίξπηρ επέκριναν την απομυθοποίηση του πολέμου μέσω της μαζικής χρήσης πυροβόλων, που επέτρεπαν σε άπειρους στρατιώτες να εξουδετερώσουν εκπαιδευμένους ευγενείς με σχετική ευκολία.
Αρκετές ιστορικές αναφορές αποδίδουν μεταφυσικές ή «δαιμονικές» ιδιότητες στα πυροβόλα όπλα, στοιχείο που επανεμφανίζεται στον σύγχρονο διάλογο γύρω από την ηθική χρήση των αυτόνομων πολεμικών ρομπότ. Η διακήρυξη χιλίων επιστημόνων που προειδοποιούν για τους κινδύνους των αυτόνομων οπλικών συστημάτων –μεταξύ των οποίων και ο Στίβεν Χόκινγκ– αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της θεώρησης.
Ωστόσο, η αντίσταση απέναντι στη νέα τεχνολογία δεν περιορίζεται μόνο στη θεολογική ή αισθητική σφαίρα. Συχνά, η απόρριψη και καθυστέρηση στην υιοθέτηση τεχνολογικά προηγμένων μέσων οφείλεται σε γραφειοκρατική ακαμψία ή στην αδυναμία κατανόησης της εφαρμογής τους. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του υποβρυχίου Ictineo II, το οποίο σχεδίασε και κατασκεύασε ο Ισπανός μηχανικός Narcís Monturiol το 1864. Παρά το γεγονός ότι ενσωμάτωνε τεχνολογικές καινοτομίες που υλοποιήθηκαν μόλις έναν αιώνα αργότερα, αγνοήθηκε πλήρως από τις τότε στρατιωτικές αρχές, οδηγώντας στην απόρριψή του και την καταστροφή του σκάφους.
Σύμφωνα με σύγχρονες στρατηγικές μελέτες, η συνύπαρξη παλαιών και νέων μορφών πολέμου συνεχίζεται. Ο πολιτικός φιλόσοφος Alexander Moseley έχει προτείνει μια τυπολογία εξελικτικών σταδίων του πολέμου – από τον Ζωώδη Πόλεμο έως τον Μετανεωτερικό Πόλεμο – υπογραμμίζοντας πως αυτές οι μορφές συνυπάρχουν και δεν ακολουθούν υποχρεωτικά γραμμική εξέλιξη.
Η αισθητική διάσταση των όπλων και των μεθοδολογιών μάχης ίσως προκαλεί σήμερα θυμηδία. Όμως, είναι ένα στοιχείο που έχει παίξει ρόλο και στα πολεμικά πράγματα στην Ευρώπη, όπως υποστηρίζει ο Καθηγητής John Lynn στο κεφάλαιο “Aestetics of war” της μελέτης του “Battle: A History of Combat and Culture”.
Και ας μην σκεφτεί κανείς πως αυτά είναι παρελθόν. Ένας από τους βασικούς παράγοντες που αποτρέπουν “παραδοσιακούς” στρατούς να υιοθετήσουν τη μαζική χρήση ρομποτικών συστημάτων χαμηλού κόστους, σε δομές “ψηφιδωτού” (mosaic), είναι η φετιχιστική εμμονή σε πλατφόρμες μάχης συμβολικής, σημειολογικής και αισθητικής σημασίας. Παράδειγμα τα μαχητικά υψηλής τεχνολογίας F-35 και Su-57.
Η καθυστέρηση στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών έχει διαχρονικά κρίσιμο αντίκτυπο στην έκβαση στρατιωτικών συγκρούσεων. Η αποτυχία πρόβλεψης ή έγκαιρης εφαρμογής καινοτομιών από τις στρατιωτικές γραφειοκρατίες ενδέχεται να αποβεί καθοριστική. Αντιθέτως, στρατοί ή κράτη που δεν δεσμεύονται από αναχρονιστικές αντιλήψεις και επενδύουν σε τεχνολογικές λύσεις, ειδικά σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομποτικά συστήματα, ενδέχεται να αποκτήσουν στρατηγικό πλεονέκτημα.
Το σύγχρονο πεδίο μάχης μετασχηματίζεται ταχύτατα. Η αναγνώριση αυτής της μεταβολής και η προσαρμογή σε ένα νέο τεχνολογικό περιβάλλον δεν συνιστούν απλώς επιλογή, αλλά αναγκαιότητα για την εθνική και επιχειρησιακή ασφάλεια.