Η Ουκρανία φαίνεται να έχει εισέλθει σε μια νέα φάση του πολέμου, υιοθετώντας στρατηγική αυτονομίας και ανεξαρτησίας από την Ουάσινγκτον και πραγματοποιώντας επιθέσεις σε βάθος ρωσικού εδάφους. Οι πρόσφατες επιχειρήσεις της, με χτυπήματα σε στρατηγικής σημασίας στόχους, ακόμα και χιλιάδες χιλιόμετρα εντός της ρωσικής επικράτειας, δείχνουν πως το Κίεβο επιχειρεί να αναδιαμορφώσει την πορεία και το στίγμα του στη σύγκρουση.
Η τρίτη επίθεση κατά της γέφυρας του Κερτς στην Κριμαία, η οποία συνδέει τη Ρωσία με τη χερσόνησο, καθώς και η επιχείρηση κατά ρωσικών στρατηγικών βομβαρδιστικών, υποδεικνύουν ότι η Ουκρανία εξελίσσει τη στρατιωτική της τακτική, στοχεύοντας πλέον μεθοδικά την υποδομή και τις δυνατότητες της ρωσικής πολεμικής μηχανής.
Συγκεκριμένα, η επιχείρηση με φθηνά, μικρά drones που μεταφέρθηκαν με φορτηγά κοντά σε ρωσικά αεροδρόμια, φέρεται να είχε ως αποτέλεσμα σοβαρές ζημιές ή και καταστροφή σχεδόν του ενός τρίτου των ρωσικών στρατηγικών βομβαρδιστικών. Παρότι Ρώσοι στρατιωτικοί μπλόγκερ επιχειρούν να μειώσουν την έκταση των απωλειών, συμφωνούν ότι η επίθεση ήταν εξαιρετικά επιζήμια για τη ρωσική αεροπορία, η οποία δυσκολεύεται πλέον να ανταποκριθεί στις νέες μεθόδους του Κιέβου.
Το πιο εντυπωσιακό ίσως στοιχείο αφορά το γεγονός ότι η επίθεση στη γέφυρα της Κριμαίας σχεδιαζόταν επί 18 μήνες και παρέμεινε εντελώς μυστική, χωρίς καν ενημέρωση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενδεχομένως για να αποφευχθεί διαρροή που θα προειδοποιούσε το Κρεμλίνο. Παράλληλα, το κόστος των ουκρανικών drones που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μερικές χιλιάδες δολάρια το καθένα, ενώ η ζημιά που προκάλεσαν εκτιμάται από τις ουκρανικές υπηρεσίες σε τουλάχιστον 7 δισεκατομμύρια δολάρια. Το στρατηγικό αποτέλεσμα συνδυάζεται με έναν σαφή συμβολισμό: η Ουκρανία δηλώνει παρούσα, ικανή και αποφασισμένη να μην περιοριστεί στην άμυνα αλλά να φέρει τον πόλεμο στην καρδιά της ρωσικής επικράτειας.
Το Κίεβο συνεχίζει τις επιθέσεις σε ρωσικές ενεργειακές εγκαταστάσεις, αλλά και στη Μόσχα, με στόχο να υπενθυμίσει στους Ρώσους πολίτες ότι ο πόλεμος δεν περιορίζεται στην Ουκρανία. Δυτικοί αναλυτές είχαν εκφράσει αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα τέτοιων επιθέσεων, θεωρώντας ότι μπορεί να προκαλέσουν περαιτέρω κλιμάκωση από πλευράς Πούτιν.
Ωστόσο, η Ουκρανία δεν παίζει με τους κανόνες των παραδοσιακών πολέμων. Επενδύει στην καινοτομία, προσαρμόζεται ταχύτερα, αξιοποιεί φθηνή τεχνολογία και δημιουργεί ασύμμετρα αποτελέσματα, τόσο στρατιωτικά όσο και επικοινωνιακά. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνει το πεδίο της ενημέρωσης, κρατά ενεργή τη δυτική υποστήριξη και επιτυγχάνει πλήγματα που έχουν δυσανάλογο κόστος για τη Ρωσία.
Αν και οι επιθέσεις αυτές δεν αλλάζουν άμεσα τη στρατηγική ισορροπία ή την κατεύθυνση του πολέμου – ο τερματισμός του παραμένει στα χέρια του Πούτιν – λειτουργούν ως εργαλεία πίεσης, τόσο προς το εσωτερικό του ρωσικού καθεστώτος όσο και προς τη διεθνή κοινότητα. Τα στρατηγικά βομβαρδιστικά της Ρωσίας δεν είναι μόνο κρίσιμα για την επιχειρησιακή τους χρήση, αλλά και για την πυρηνική της αποτροπή.
Συνεπώς, η απώλεια ακόμα και μέρους αυτών των μέσων αγγίζει ευαίσθητες πτυχές της ρωσικής στρατηγικής. Παράλληλα, η ψυχολογική διάσταση αυτών των επιθέσεων είναι εξίσου σημαντική: ανασφάλεια στη ρωσική ηγεσία, ηθική ενίσχυση του ουκρανικού πληθυσμού και επιβεβαίωση προς τη Δύση ότι η Ουκρανία έχει ακόμη ισχυρές δυνατότητες αντίστασης και δράσης.
Το μήνυμα προς τη ρωσική στρατιωτική ηγεσία είναι ξεκάθαρο: καμία περιοχή, ακόμη και βαθιά στο εσωτερικό της χώρας, δεν είναι απολύτως ασφαλής. Την ίδια ώρα, η εικόνα αυτή φτάνει και στους δυτικούς συμμάχους, οι οποίοι ίσως αμφέβαλαν για την ικανότητα της Ουκρανίας να συνεχίσει δυναμικά. Ωστόσο, αυτή η επιθετικότητα ενδέχεται να προκαλέσει και αρνητικές αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά πολιτικών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υποβαθμίσει επανειλημμένα τις ουκρανικές δυνατότητες.
Παρότι υποστήριξε πως μια συμφωνία ειρήνης θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα σε εβδομάδες, η πραγματικότητα των εξελίξεων διαψεύδει την αισιοδοξία του, ιδίως από τη στιγμή που δεν συνοδεύεται από πίεση προς το Κρεμλίνο για ουσιαστική διαπραγμάτευση.
Οι ουκρανικές επιθέσεις είναι σαφώς πράξεις αντίστασης, αλλά και στρατηγικού επαναπροσδιορισμού. Δεν επιδιώκουν απλώς τη νίκη στο πεδίο της μάχης, αλλά τον επηρεασμό της ψυχολογίας του αντιπάλου, την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και τη διατήρηση της πολιτικής στήριξης από τη Δύση.
Σε έναν πόλεμο φθοράς, όπου η αριθμητική υπεροχή της Ρωσίας είναι δεδομένη, η Ουκρανία παίζει το χαρτί της δημιουργικότητας και της στρατηγικής ευελιξίας. Και για την ώρα, το παίζει με εντυπωσιακά αποτελέσματα.