Η διαφαινόμενη υποστήριξη του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ προς το Ισραήλ και τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, στο πλαίσιο της όξυνσης των σχέσεων με το Ιράν, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό του κινήματος MAGA («Make America Great Again»), το οποίο αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής του βάσης.
Η μη εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών σε νέους πολέμους υπήρξε μία από τις βασικότερες προεκλογικές δεσμεύσεις του Τραμπ και καθοριστικό στοιχείο της πολιτικής του ταυτότητας, γεγονός που ενίσχυσε την εικόνα του ως «προέδρου της ειρήνης» στα μάτια πολλών υποστηρικτών του.
Η πιθανότητα εμπλοκής των ΗΠΑ σε ενδεχόμενη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν έχει προκαλέσει εσωτερική κρίση στον ευρύτερο χώρο της ριζοσπαστικής δεξιάς, με πολλές επιφανείς προσωπικότητες να εκφράζουν δημόσια τη δυσαρέσκειά τους. Μεταξύ αυτών, ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ Στιβ Μπάνον, ο παρουσιαστής Τάκερ Κάρλσον και η βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Μαρτζόρι Τέιλορ Γκριν. Η τελευταία δήλωσε χαρακτηριστικά πως «καθένας που κλαψουρίζει για ανάμειξη των ΗΠΑ στον πόλεμο Ισραήλ-Ιράν δεν είναι MAGA», προσθέτοντας ότι «έχουμε απαυδήσει με τους ξένους πολέμους». Την ίδια στιγμή, η εικόνα στα κοινωνικά μέσα εμφανίζεται να είναι έντονα αρνητική, με μεγάλο ποσοστό δηλωμένων υποστηρικτών του κινήματος να εκφράζουν ανοιχτά την αποδοκιμασία τους για τη στάση του Τραμπ.
Ο ίδιος ο Τραμπ απάντησε απορρίπτοντας τις εσωτερικές επικρίσεις, δηλώνοντας ότι ως ο δημιουργός του συνθήματος «Πρώτα η Αμερική», είναι εκείνος που καθορίζει και την κατεύθυνση του κινήματος. Υποστήριξε επίσης ότι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη όσο το Ιράν επιδιώκει την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Σε σχετική ερώτηση για τη δήλωση της επικεφαλής των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών Τάλσι Γκάμπαρντ ενώπιον του Κογκρέσου, ότι 18 υπηρεσίες πληροφοριών συμφωνούν πως το Ιράν δεν αναπτύσσει πυρηνικά όπλα, ο Τραμπ απάντησε: «Δεν με ενδιαφέρει τι είπε, θεωρώ πως είναι πολύ κοντά».
Με αυτή τη δήλωση όχι μόνο απέρριψε περιφρονητικά την εσωτερική κριτική, αλλά και αγνόησε ανοιχτά τη θέση των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, προκαλώντας διπλή αντίδραση στους επικριτές του, ιδίως σε εκείνους που διατηρούν μνήμη της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ το 2003, η οποία βασίστηκε σε αμφιλεγόμενες πληροφορίες για όπλα μαζικής καταστροφής. Η νέα αυτή στάση του Τραμπ έρχεται σε αντίθεση με εκείνη την εμπειρία, καθώς αυτή τη φορά φαίνεται να αγνοεί διαθέσιμες πληροφορίες για το αντίθετο.
Η διεθνής αρθρογραφία θέτει το ερώτημα εάν ο Τραμπ έχει εισέλθει σε μια φάση πολιτικής απερισκεψίας ή αδιαφορίας για τις συνέπειες, ωστόσο ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν πως δεν υφίσταται πλέον άμεσος πολιτικός κίνδυνος για τον ίδιο, καθώς δεν είναι σαφές αν θα θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για τη διεκδίκηση της προεδρίας. Σε κάθε περίπτωση, ο μεταεκλογικός Τραμπ εμφανίζεται να επικεντρώνεται περισσότερο στην υστεροφημία του και όχι απαραίτητα στην άποψη του ίδιου του κινήματος MAGA. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα του μπορεί να πληγεί σοβαρά σε περίπτωση που το Ιράν αποκτήσει όντως πυρηνικά όπλα.
Παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις, ο Τραμπ φαίνεται να διατηρεί σταθερή τη θέση του, καθώς –όπως προκύπτει από τη στάση του– θεωρεί πως δεν υπηρετεί την ειρήνη ως αυτοσκοπό. Η προσέγγισή του διαχωρίζεται από έναν απόλυτο πασιφισμό, τον οποίο φαίνεται να αποδίδει σε μέρος των επικριτών του. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, όπως δεν είναι λογικός ένας πόλεμος ως αυτοσκοπός, το ίδιο παράλογη είναι και η ειρήνη όταν παρουσιάζεται ως απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη επιλογή.
Σε αυτή τη βάση, η απόρριψη των πολέμων στο όνομα των ανθρώπινων απωλειών, όπως εκφράστηκε από την Γκριν και άλλους, οδηγεί –κατά την αντίληψη του Τραμπ– σε μια μορφή παθητικής αποδοχής της τυραννίας. Αυτή η ρητορική φαίνεται να τον καθιστά πρόθυμο να αγνοήσει ακόμα και τους πιο πιστούς επικριτές του από το εσωτερικό της παράταξής του, επιμένοντας στη στρατηγική του αποτροπής, ιδίως απέναντι στο ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν.