breaking newsΆποψηΔιεθνή

Οι δυτικές κυβερνήσεις κατέστρεψαν με ενθουσιασμό τις οικονομίες και τις ελευθερίες μας

Είναι απαραίτητο να αποκαλύψουμε μια πιο σκοτεινή και πιο κυνική ερμηνεία των αντιδράσεων που επέλεξαν οι δυτικές κυβερνήσεις απέναντι στην πανδημία.

 

 

Του Finn Andreen

Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Μαρής

 

Οι δυτικοί πολιτικοί και γραφειοκράτες έχουν προκαλέσει έναν οικονομικό όλεθρο σε ολόκληρο τον κόσμο. Κατά έναν απίστευτο τρόπο, η οικονομική δραστηριότητα στη Δύση έχει σταματήσει, καθώς ολόκληροι πληθυσμοί έχουν περιοριστεί στα σπίτια τους για εβδομάδες, αν όχι μήνες. 

Ως αποτέλεσμα, οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων έχουν ανατραπεί. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες και αυτοαπασχολούμενοι διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο επιβίωσης.

 

Η οικονομία της ΕΕ  μπορεί να συρρικνωθεί κατά 5% φέτος, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και παρόμοια στοιχεία έχουν προβλεφθεί για τις ΗΠΑ. Η οικονομική καταστροφή που εξαπολύθηκε κατά των δυτικών οικονομιών από τις κυβερνήσεις τους,  θα έχει συνέπειες για πολλά χρόνια ακόμη. Θα μειώσει αναπόφευκτα την ποιότητα ζωής των Ευρωπαίων και των Αμερικανών  για μεγάλο χρονικό διάστημα, επηρεάζοντας, εκτός των άλλων, και την υγεία τους.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτή η καταστροφή δεν είναι το αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία είναι ένα πρόβλημα της λεγόμενης «δημόσιας» υγείας, αλλά από τον τρόπο που οι ζηλωτές κυβερνητικοί αξιωματούχοι αντέδρασαν στην πανδημία. 

Ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνητών και επαγγελματιών στον τομέα της υγείας, δηλώνει ότι ο συνολικός αριθμός των περιπτώσεων είναι πολύ υψηλότερος από ό,τι πιστευόταν αρχικά, πράγμα που σημαίνει ότι ο COVID-19 είναι πολύ λιγότερο θανατηφόρος από ό, τι επιμένουν τα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνητικοί σύμβουλοι . 

Αυτά τα αναθεωρημένα ποσοστά θανάτων τοποθετούν τα θύματα από τον COVID-19 σε πολλά μέρη του κόσμου σε ποσοστά παρόμοια με εκείνα της γρίπης, η οποία σκοτώνει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο παγκοσμίως, χωρίς να προκαλούνται ιδιαίτερα αξιοσημείωτες πολιτικές αντιδράσεις.

Αυτό εγείρει ένα ερώτημα:

Προς τι οι τεράστιες και ακραίες αντιδράσεις απέναντι στον ιό από τους δυτικούς πολιτικούς, που γονατίζουν ολόκληρη την οικονομία και περιορίζουν σοβαρά τις θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες εκατομμυρίων πολιτών; Φυσικά, υπάρχει πάντα η συνήθης ανικανότητα και η αγελαία συμπεριφορά της πολιτικής ηγεσίας πολλών χωρών, που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Υπάρχουν όμως κι άλλοι λόγοι για αυτήν την καταστροφική και ανεύθυνη συμπεριφορά. Εδώ είναι μερικοί από αυτούς:

Πρώτον, οι πολιτικοί έχουν κατά κανόνα ελάχιστη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των αγορών. Εμποτισμένοι από την διαχειριστική και την πολιτική νοοτροπία, οι περισσότεροι πολιτικοί δεν έχουν εργαστεί ποτέ στον ιδιωτικό τομέα, ούτε έχουν σπουδάσει τα οικονομικά της αγοράς. Δεν αντιλαμβάνονται, ούτε εκτιμούν την πολυπλοκότητα των αγορών, που καθιστούν εφικτό το υψηλό βιοτικό μας επίπεδο. 

Αυτή η πολυπλοκότητα περιλαμβάνει έναν ασύλληπτο αριθμό καθημερινών συναλλαγών, αναρίθμητες εμπορικές σχέσεις και μια ατέρμονη προσαρμογή στις περιρρέουσες συνθήκες. 

Η λογική της πολιτικής, ωστόσο, υπαγορεύει ότι οι πολιτικοί δεν πρέπει να φανεί ότι «δεν κάνουν τίποτα», επομένως επιδιώκουν πάντα κάποια παρέμβαση στις αγορές. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό γνώρισμα πολιτικών και γραφειοκρατών. Οι πολιτικές αντιδράσεις στην πανδημία του κορωνοϊού απλά επιβεβαίωσαν δραματικά αυτήν την αλήθεια για μια ακόμα φορά.

Δεύτερον, οι πολιτικοί κάνουν βεβαίως πολιτικούς υπολογισμούς. Έχοντας συνεχώς την επανεκλογή τους κατά νου, δεν θέλουν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για οτιδήποτε τυχόν πάει στραβά. Σε μια κρίση, πάντοτε προτιμούν να ενεργήσουν παρά να μην ενεργήσουν, για να δείξουν ότι προσπάθησαν κάτι να κάνουν. 

Τουλάχιστον τότε – στο μυαλό τους – δεν μπορούν να κατηγορηθούν για αδράνεια, αμέλεια, κοντόφθαλμη στάση, ή αναισθησία. Όσο επιζήμιες και αν είναι οι πράξεις τους, οι πολιτικοί γενικά δεν λογοδοτούν, και μπορούν να εμφανίζονται «ηρωικά σταθεροί» σε επικίνδυνες εποχές, ενεργώντας με δυναμισμό και αποφασιστικότητα. Οι επιβλαβείς οικονομικές πολιτικές του προέδρου Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κραχ και του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου είναι ένα μόνο παράδειγμα.

Τρίτον, οι πολιτικοί μερικές φορές βασίζονται πάρα πολύ στους επιστήμονες, οι οποίοι γενικά δεν έχουν καμία εκπαίδευση σε κοινωνικά θέματα. Ακόμα περισσότερο από τους πολιτικούς, οι επιστήμονες συχνά έχουν μεγάλη δυσκολία να κατανοήσουν την έννοια της αυθόρμητης τάξης της αγοράς, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι είναι οπαδοί των αυστηρών διαδικασιών του επιστημονισμού. 

Οι άβολα ειλικρινείς οικονομικές προτάσεις του Άλμπερτ Αϊνστάιν είναι ένα πολύ γνωστό παράδειγμα. Ενώ ο πολιτικός έχει τουλάχιστον πλήρη επίγνωση των λεπτών, γκρίζων αποχρώσεων στη χάραξη πολιτικής, και της λεπτής τέχνης της εξισορρόπησης που ικανοποιεί διάφορους ενδιαφερόμενους, ο επιστήμονας γενικά έχει καλές προθέσεις, αλλά βλέπει τον κόσμο μόνο σαν άσπρο ή μαύρο.

Έτσι, εάν ερωτηθεί ένας επιστήμονας πώς θα σταματήσει η εξάπλωση μιας πανδημίας, θα απαντήσει πιθανότατα ότι ο καλύτερος και πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι να διαταχθεί ο αυστηρός κατ’ οίκον περιορισμός ολόκληρου του πληθυσμού για εβδομάδες. Αυτό συνέστησε άλλωστε και η γαλλική επιτροπή «Conseil Scientifique» και μπορεί να είναι αλήθεια από καθαρά επιστημονικής άποψης (αν και αυτό είναι ανοιχτό προς συζήτηση τώρα). 

Το πρόβλημα προκύπτει όταν οι πολιτικοί ακολουθούν με ενθουσιασμό τέτοιες απόψεις χωρίς να τις βλέπουν υπό το φως των πολιτικών και οικονομικών τους συνεπειών. 

Οι δύο πρώτοι λόγοι που αναφέρθηκαν παραπάνω μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι πολιτικοί τείνουν να εμπιστεύονται υπερβολικά τους επιστήμονες: οι πολιτικοί δεν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με τα οικονομικά της αγοράς ώστε να κατανοήσουν πλήρως τις συνέπειες του να ενεργούν με μόνη βάση τις επιστημονικές συμβουλές, και μπορεί να είναι προς το συμφέρον τους να ακολουθήσουν τέτοιες συμβουλές, αφού το θέμα για αυτούς είναι απλά να κάνουν κάτι – οτιδήποτε.

Ένας τέταρτος λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί ενήργησαν τόσο απερίσκεπτα για να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση του COVID-19 είναι σίγουρα η πολιτική πίεση που δέχονται. Σε περιόδους (θεωρούμενης) κρίσης, αναζητούν καθοδήγηση, αν όχι υποδείξεις, από ένα ανεπίγνωστο και πολιτικά αναλφάβητο εκλογικό σώμα. 

Όμως η πίεση έρχεται όχι μόνο από τον λαό, κάτι που ίσως είναι φυσιολογικό σε μια δημοκρατία, αλλά και από ξένους πολιτικούς. Κανένας ηγέτης δεν θέλει να ξεπεραστεί από τους ξένους συναδέλφους του και να ξεμείνει με το πιο αδύναμο σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Μπόρις Τζόνσον του Ηνωμένου Βασιλείου ανέστρεψε την πολιτική του, και ο Σουηδός Stefan Löfvén μοιάζει να υποχωρεί σταδιακά σε αυτήν ακριβώς την εξωτερική πίεση.

Όμως, η ισχυρότερη πίεση προς τις κυβερνήσεις προέρχεται πιθανότατα από τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως στη σημερινή εποχή της εξάπλωσης του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων. Οι πολιτικοί στις μέρες μας ελέγχονται διαρκώς, και θεωρούνται υπεύθυνοι με έναν τρόπο που μέχρι πριν από μια γενιά δεν υπήρχε.

 Επιπλέον, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι επιρρεπή στην δραματοποίηση και την υπερβολή, καθώς αυτό φέρνει καλύτερες επιδόσεις  σε θεαματικότητα, ακροαματικότητα, και αναγνωσιμότητα, αλλά επίσης επειδή οι δημοσιογράφοι απλά δεν είναι λοιμωξιολόγοι. 

 

Τα mainstream μέσα συνήθως τείνουν να παρερμηνεύουν και να υπεραπλουστεύουν τα γεγονότα, σκόπιμα ή όχι. Ένα παράδειγμα αυτού είναι το ποσοστό θνησιμότητας του COVID-19, το οποίο αναφέρεται συνεχώς οτι είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που πραγματικά είναι, επειδή χρησιμοποιούνται μόνο τα επιβεβαιωμένα κρούσματα (το ποσοστό CFR). 

Γενικότερα, η επικρατούσα στάση των μέσων ενημέρωσης είναι ότι πρέπει να γίνουν τα πάντα για να σώσουμε μια μικρή μειονότητα ολόκληρου του πληθυσμού σήμερα, ακόμα κι αν αυτό επιφέρει το τίμημα ενός μελλοντικού οικονομικού πλήγματος για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτό είναι το κλασικό σοσιαλιστικό και παρεμβατικό δίλημμα: Πού σταματά αυτό; Σε έναν κόσμο πεπερασμένων πόρων, πόσα χρήματα φορολογουμένων πρέπει να δαπανήσει το κράτος για να σώσει μια ζωή;

Τέλος, είναι απαραίτητο να αποκαλύψουμε μια πιο σκοτεινή και πιο κυνική ερμηνεία των πολιτικών αντιδράσεων στην πανδημία: Η εξουσία σε περιόδους κρίσης. Το κράτος δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να αυξήσει την εξουσία του. Οι κρίσεις θεωρούνται μεγάλες πολιτικές ευκαιρίες, και έτσι έχουν χρησιμοποιηθεί αμέτρητες φορές στην ιστορία από τους εκάστοτε ηγέτες. 

Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και μετά την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, με την έγκριση από το Κογκρέσο του νόμου PATRIOT (Παροχή κατάλληλων εργαλείων για τον περιορισμό, την παρακολούθηση και την παρεμπόδιση τρομοκρατικών ενεργειών). Αυτό ισχύει επίσης και για μικρότερες κρίσεις, όπως ο τωρινός πανικός

Τα πακέτα οικονομικών κινήτρων που προτείνονται τώρα θα ωφελήσουν και πάλι τους κορπορατιστές (διαπλεκόμενους) τραπεζίτες, όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι μεγάλες τράπεζες ήταν οι πρώτες που ζήτησαν και  επευφήμησαν περισσότερο τα «οικονομικά κίνητρα». Αναμένεται να επωφεληθούν άμεσα από μια τέτοια «κρατική βοήθεια».

Το ότι οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις έχουν πλέον αποφασίσει να μιμηθούν την κινεζική δικτατορία, επιβάλλοντας έναν σοβαρό περιοριστικό έλεγχο στην κοινωνία, θα πρέπει να λειτουργήσει ως ένα κάλεσμα αφύπνισης για τις αθώες εκείνες ψυχές, που συνεχίζουν να πιστεύουν, ακόμη και μετά τη δίκη του Julian Assange, ότι η Δύση εξακολουθεί να προστατεύει την ατομική ελευθερία. Μια επικίνδυνη και επίφοβη πολιτική εξέλιξη βρίσκεται καθ’ οδόν, σε ένα ήδη εύθραυστο πολιτικό και οικονομικό σύστημα.

 Οι πολιτικές συνέπειες του γενικευμένου περιορισμού εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη θα έχουν μακροχρόνιες συνέπειες στην ισορροπία δύναμης μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Αν και το δυτικό «φιλελεύθερο» κατεστημένο δεν ήταν ποτέ πραγματικά φιλελεύθερο, παρά μόνο κατ’ όνομα, είναι σαφές ότι τώρα έχει απομακρυνθεί κατά ένα πολύ αποφασιστικό βήμα από εκεί που βρισκόταν.

Αυτή η πολιτικά πυροδοτημένη οικονομική κρίση θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει, ελπίζουμε, σε μια σαφέστερη κατανόηση εκ μέρους των πολιτών, ότι σε πολλές χώρες θα χρειαστούν συνταγματικές αλλαγές προκειμένου να περιοριστεί η ισχύς της εκτελεστικής εξουσίας παντού. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα είναι το μάθημα που θα επιλέξουν να πάρουν τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που περιορίστηκαν στα σπίτια τους από την αυθαίρετη βούληση του κράτους.

 

***

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises

eleytheriagora

Back to top button