
Η ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών Μοσάντ αποκάλυψε ένα εκτεταμένο τρομοκρατικό δίκτυο που λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση και προστασία του Ιράν, και συγκεκριμένα των Φρουρών της Επανάστασης (IRGC), το οποίο ευθύνεται για σειρά πρόσφατων επιθέσεων σε εβραϊκούς στόχους σε δυτικές χώρες.
Επικεφαλής του δικτύου φέρεται να είναι ο ανώτερος διοικητής της IRGC–Quds Force, Σαρντάρ Άμμερ, ο οποίος συντόνιζε τις επιχειρήσεις σε διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές, το δίκτυο ενέτεινε δραματικά τη δράση του μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, με στόχο την πρόκληση πλήγματος σε εβραϊκές κοινότητες και ισραηλινούς στόχους εκτός Μέσης Ανατολής, σε Ευρώπη, Αυστραλία και άλλες περιοχές.
Η Μοσάντ υποστηρίζει ότι η οργάνωση δρούσε με υψηλό επίπεδο μυστικότητας, εφαρμόζοντας πολυεπίπεδη στρατηγική συγκάλυψης. Για να αποκρύψει τη συμμετοχή του Ιράν, στρατολογούσε μη Ιρανούς υπηκόους και συνεργαζόταν με εγκληματικές ομάδες, εξασφαλίζοντας έτσι επιχειρησιακή ευελιξία και αποφυγή άμεσης σύνδεσης με την Τεχεράνη. Το δίκτυο λειτουργούσε σε κυκλική δομή, με διαχωρισμένες μονάδες και αυστηρά περιορισμένη επικοινωνία μεταξύ τους, ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε διαρροή ή αποκάλυψη της ταυτότητας των μελών.
Η δράση του δικτύου έχει εντοπιστεί σε σειρά περιστατικών που έχουν καταγραφεί από τις ευρωπαϊκές και διεθνείς αρχές ασφαλείας τα τελευταία δύο χρόνια. Τον Ιούλιο του 2024, η ελληνική αντιτρομοκρατική υπηρεσία συνέλαβε επτά άτομα, ανάμεσά τους δύο Ιρανούς, για εμπρηστικές επιθέσεις σε ισραηλινής ιδιοκτησίας ξενοδοχείο και σε συναγωγή στο κέντρο της Αθήνας. Οι επιθέσεις αυτές θεωρήθηκαν από τις αρχές μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης και τρομοκράτησης της εβραϊκής κοινότητας στην Ελλάδα.
Τον Ιούλιο του 2025, οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι η δανική αστυνομία συνέλαβε έναν άνδρα ο οποίος κατηγορείται ότι συνέλεγε πληροφορίες για λογαριασμό των ιρανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με εβραϊκούς χώρους και άτομα στο Βερολίνο. Οι πληροφορίες αυτές, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, προορίζονταν για σχεδιασμό επιθέσεων ή εκφοβιστικών ενεργειών κατά εβραϊκών στόχων, στο πλαίσιο του ίδιου διεθνούς δικτύου που είχε εντοπίσει η Μοσάντ.
Τον επόμενο μήνα, οι αυστραλιανές αρχές προχώρησαν σε δημόσια καταγγελία κατά του Ιράν, κατηγορώντας το για άμεση εμπλοκή σε δύο εμπρηστικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2024 στη συναγωγή Adass Israel στη Μελβούρνη και σε ένα εστιατόριο kosher στο Σίδνεϊ. Οι αυστραλιανές υπηρεσίες ασφαλείας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το Ιράν αξιοποίησε εγκληματίες και μέλη οργανωμένων συμμοριών για την εκτέλεση των επιθέσεων, με στόχο να αποκρύψει τη στρατιωτική και κρατική εμπλοκή του. Ως συνέπεια αυτών των αποκαλύψεων, η κυβέρνηση της Καμπέρας απέλασε τον Ιρανό πρέσβη, επισημαίνοντας ότι οι ενέργειες της Τεχεράνης παραβιάζουν ευθέως τη διεθνή νομιμότητα και συνιστούν πράξη κρατικά καθοδηγούμενης τρομοκρατίας.
Η αποκάλυψη της Μοσάντ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυξημένων εντάσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν, καθώς η Τεχεράνη επιδιώκει να μεταφέρει την αντιπαράθεση πέρα από τη Μέση Ανατολή, χτυπώντας συμβολικούς και θρησκευτικούς στόχους σε χώρες της Δύσης. Το εύρος και η πολυπλοκότητα του δικτύου που αποκαλύφθηκε επιβεβαιώνουν ότι η ιρανική επιχειρησιακή παρουσία εκτείνεται σε πολλά επίπεδα, συνδυάζοντας κρατικές υπηρεσίες, παρακρατικές οργανώσεις και εγκληματικά κυκλώματα.
Η Μοσάντ, σε επίσημη ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι οι επιχειρήσεις της απέτρεψαν σειρά σχεδιαζόμενων επιθέσεων και ότι συνεχίζεται η συνεργασία με ευρωπαϊκές και δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών για τον πλήρη εντοπισμό και εξάρθρωση του δικτύου. Σύμφωνα με την ίδια, η μέθοδος στρατολόγησης μη Ιρανών και η χρήση εγκληματικών συμμοριών υποδηλώνουν μια νέα μορφή «υβριδικού πολέμου» που συνδυάζει κρατική καθοδήγηση με παρακρατικά δίκτυα, σε μια προσπάθεια του Ιράν να διατηρήσει την επιχειρησιακή του δράση χωρίς να φέρει το κόστος της διεθνούς ευθύνης.
Η υπόθεση αναδεικνύει τη διεύρυνση του πεδίου αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν, καθώς και την αυξανόμενη απειλή που αντιπροσωπεύουν τα δίκτυα που δρουν υπό κρατική καθοδήγηση, καλύπτοντας τις ενέργειές τους πίσω από το πέπλο του οργανωμένου εγκλήματος και της διεθνούς τρομοκρατίας.