Η συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ κατά την Ουκρανική κρίση προκαλεί έκπληξη και έχει χαρακτηριστεί ως άνευ προηγουμένου για Αμερικανό Πρόεδρο. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι αυτό δεν αποτελεί καινοτομία, καθώς η ιστορία των Αμερικανών Προέδρων αποδεικνύει ότι, κατά τη διάρκεια κρίσεων, υπήρξαν άλλοι ηγέτες που παραβίασαν τους κανόνες και χρησιμοποίησαν αυταρχικές τακτικές για να εξασφαλίσουν την πολιτική τους ατζέντα. Αυτές οι τακτικές, αν και σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια, δεν είναι κάτι καινούριο.
Η αμερικανική ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα προέδρων που ανέλαβαν δυναμικές πρωτοβουλίες, παραβιάζοντας τα θεσμικά όρια όταν θεώρησαν ότι το συμφέρον της χώρας το απαιτούσε. Ο Άντριου Τζάκσον, για παράδειγμα, αγνόησε την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για την απομάκρυνση των Ινδιάνων από τη πολιτεία της Τζόρτζια, δηλώνοντας ειρωνικά ότι το Δικαστήριο είχε πάρει την απόφασή του και ότι αυτός θα προχωρούσε στην εφαρμογή της δικής του πολιτικής. Αυτή η αυταρχική στάση δεν ήταν παράξενο φαινόμενο της εποχής, αλλά ένα ισχυρό δείγμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσαν οι πολιτικοί στην Αμερική της εποχής.
Παρομοίως, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, αγνόησε αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που κήρυτταν αντισυνταγματικά κάποια από τα μέτρα του, όπως το περίφημο “σχέδιο 100 ημερών”. Παρά τις αντιδράσεις και τις επικρίσεις από τα μέσα ενημέρωσης που τον χαρακτήριζαν δικτάτορα, ο Ρούσβελτ συνέχισε να προχωρά σε αποφάσεις που είχαν ως στόχο την άμεση ανακούφιση της χώρας από την οικονομική κρίση.
Αυτοί οι δύο πρόεδροι, και όχι μόνο, αγνόησαν τους ισχύοντες κανόνες, διότι πίστευαν ότι οι θεσμοί της εποχής τους δεν ήταν επαρκείς για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες της χώρας τους. Σήμερα, ο Τραμπ φαίνεται να ακολουθεί μια παρόμοια προσέγγιση. Αν και η δική του “στρατηγική 100 ημερών” έχει τα χαρακτηριστικά αυταρχικής διακυβέρνησης, συνιστά μια κίνηση προς την αποδόμηση των παλαιών, “κατεστημένων” κανόνων που η πολιτική τάξη θεωρεί αυτονόητους, αλλά οι οποίοι έχουν αποδειχθεί πλέον αναποτελεσματικοί στις σημερινές συνθήκες. Οι αμερικανικές ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, συχνά δεν κατανοούν τις κινήσεις του ή τις παρερμηνεύουν, χαρακτηρίζοντάς τον αυθαίρετα ως “δικτάτορα”, όπως συνέβαινε και με τον Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του.
Ο Τραμπ χρησιμοποιεί διάφορα “όπλα” προεδρικής εξουσίας, όπως τα προεδρικά διατάγματα, τις κυρώσεις και τη δημιουργία του Υπουργείου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (DOGE), το οποίο σκοπεύει να προχωρήσει σε ενδελεχείς ελέγχους του δημοσίου τομέα, αποκαλύπτοντας σπατάλες και άλλες παρανομίες. Ο στόχος του είναι να αποσταθεροποιήσει το υπάρχον σύστημα, ακολουθώντας μια πολιτική που δείχνει περισσότερο επικεντρωμένη στην αποδόμηση του κατεστημένου, παρά σε μια σταδιακή βελτίωση των διαδικασιών. Η διαδικασία αυτή έχει, μάλιστα, συχνά ως αποτέλεσμα την αποδοχή από την αμερικανική Γερουσία πολλών στελεχών του Τραμπ που θεωρούνταν αμφιλεγόμενα ή αντιπαθητικά από το παραδοσιακό κατεστημένο της Ουάσιγκτον.
Σε διεθνές επίπεδο, η υπερδραστηριότητα του Τραμπ έχει προκαλέσει έκπληξη. Προτάσεις όπως η προσάρτηση του Καναδά, η εξαγορά της Γροιλανδίας ή η επανάκτηση της Διώρυγας του Παναμά, δείχνουν μια διάθεση για ακραία ενέργεια και ανατροπή του υπάρχοντος διεθνούς συστήματος. Στην πραγματικότητα, αυτές οι προτάσεις είναι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου ανατροπής του κατεστημένου, το οποίο προσπαθεί να αιφνιδιάσει τους διεθνείς συμμάχους και να προκαλέσει σύγχυση, ώστε να επιφέρει τις μεγαλύτερες δυνατές αλλαγές με την ελάχιστη αντίσταση.
Όσον αφορά την Ουκρανία, η κρίση αυτή δεν αποτελεί παρά ένα ακόμα κεφάλαιο στον ευρύτερο γεωπολιτικό αγώνα που συνεχίζεται από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η πολιτική της Ουάσιγκτον, και ιδιαίτερα του Τζο Μπάιντεν, συνέβαλε στην όξυνση της έντασης στην περιοχή μέσω της υποκίνησης του Μαϊντάν και της δημιουργίας ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων με στόχο να εξαναγκάσει τη Ρωσία σε παραχωρήσεις. Η στρατηγική αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εμπλοκή των Ευρωπαίων στη σύγκρουση, χωρίς όμως να τους προσφέρει ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη, καθώς οι Ευρωπαίοι απέρριπταν την ιδέα αποστολής στρατευμάτων, ενώ παράλληλα καταδικάζουν τη Ρωσία και απαιτούν την συνέχιση του πολέμου, χωρίς να αναλαμβάνουν ουσιαστικές ευθύνες.
Σε αυτή τη συγκυρία, ο Τραμπ φαίνεται να επιδιώκει μια πιο άμεση και αποτελεσματική λύση, προτείνοντας πιθανή διπλωματική παρέμβαση με αντάλλαγμα σημαντικά στρατηγικά κέρδη από τη Ρωσία, προκειμένου να κλείσει ο πόλεμος. Αυτό φαίνεται να συνάδει με τις προτάσεις του Μάρκο Ρούμπιο για την Ουκρανία, που περιλαμβάνουν την αναγνώριση των κατεχόμενων περιοχών και την ουδετερότητα της Ουκρανίας, λύσεις που θα μπορούσαν να φέρουν το τέλος της σύγκρουσης.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχώς αποδυναμώνεται, καθώς τα μεγάλα συμφέροντα και η έλλειψη πολιτικής ενότητας καθιστούν δύσκολη την αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας κρίσης. Οι ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες συχνά επικαλούνται αξίες που δεν φαίνεται να υλοποιούνται στην πράξη, βρίσκονται σε έναν φαύλο κύκλο υποκρισίας, καθώς απαιτούν την συνέχιση ενός πολέμου που δεν είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν στρατιωτικά. Η πολιτική της ΕΕ βασίζεται σε εφήμερους και ψευδείς “κανόνες”, ενώ στην πραγματικότητα η ένωση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα συνοχής και αποτελεσματικότητας.
Ο Τραμπ, με την απογοήτευσή του για την πολιτική της ΕΕ και το ύφος της διεθνούς πολιτικής που υπερασπίζονται οι ευρωπαίοι ηγέτες, κινείται σε έναν δρόμο που αποφεύγει τα παραδοσιακά διπλωματικά κανάλια και επιδιώκει την ανατροπή του υπάρχοντος παγκόσμιου συστήματος μέσω στρατηγικών συνεργασιών με τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Αυτή η κίνηση εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική του για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας τάξης, στην οποία οι ΗΠΑ και η Ρωσία θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, σε βάρος της Ευρώπης.
Εν κατακλείδι, ο Τραμπ φαίνεται να θεωρεί το υπάρχον διεθνές σύστημα ξεπερασμένο και επιδιώκει να το αναδιαρθρώσει σύμφωνα με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Επιδιώκει συνεργασία με τη Ρωσία, θεωρώντας την ως κρίσιμο παράγοντα για τη διαμόρφωση μιας νέας τάξης στον κόσμο, ενώ η Ευρώπη εμφανίζεται να χάνει τη δυναμική της και να αντιμετωπίζει σοβαρές πολιτικές και στρατηγικές αβεβαιότητες.