breaking newsΔιεθνή

Μια «κακή συμφωνία» ή το πρώτο βήμα προς την αυτονομία;

Η νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης προκάλεσε έντονο πολιτικό και επικοινωνιακό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς συνοδεύεται από την επιβολή σημαντικών δασμών –της τάξης του 15%– σε ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στην αμερικανική αγορά. Η συμφωνία, που επί της ουσίας αντικαθιστά το προηγούμενο χαμηλό καθεστώς δασμών, χαρακτηρίστηκε από τον Γάλλο πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού ως «μαύρη ημέρα», υπονοώντας την υποχώρηση της Ευρώπης από τις αρχές της ισοτιμίας και της συλλογικής διαπραγμάτευσης.

Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στη Γαλλία. Αντιθέτως, υπήρξε ευρεία αίσθηση πολιτικής απογοήτευσης και αποδοκιμασίας ακόμη και σε χώρες που στήριξαν τη συμφωνία, όπως η Γερμανία και η Ιταλία. Αναλυτές σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια διατύπωσαν την άποψη ότι η συμφωνία δεν αντικατοπτρίζει απλώς μια ανισορροπία εμπορικής ισχύος, αλλά, κυρίως, μια βαθιά πολιτική ανισορροπία. Όπως επισημαίνουν διπλωματικές πηγές, η αδυναμία της ΕΕ να προβεί σε αντίμετρα οφείλεται όχι στην οικονομική της αδυναμία, αλλά στον φόβο διατάραξης των σχέσεών της με τις ΗΠΑ, από τις οποίες εξακολουθεί να εξαρτάται στρατιωτικά.

Η σύγκριση με τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία εξασφάλισε σαφώς ευνοϊκότερους όρους μετά το Brexit, εντείνει τη δυσαρέσκεια. Η βρετανική εφημερίδα Telegraph δεν δίστασε να γράψει ότι «ο Τραμπ ταπείνωσε την Ευρώπη», ενώ ακόμη και η κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ αναγνώρισε πως η αποδέσμευση από την ΕΕ προσέφερε στο Ηνωμένο Βασίλειο περιθώρια πιο αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης.

Ωστόσο, πίσω από την απογοήτευση και τις επικοινωνιακές κορώνες, κρύβεται μια βαθύτερη στρατηγική αδυναμία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Η Ευρώπη, για δεκαετίες, στήριξε το οικονομικό και κοινωνικό της μοντέλο σε δύο σαθρές παραδοχές: την ασφάλεια που παρείχαν οι ΗΠΑ χωρίς αντίστοιχες ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες και την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, που θεωρήθηκε αναγκαία για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ ανέτρεψαν και τα δύο αυτά δεδομένα. Η Ουάσινγκτον δεν προσφέρει πλέον «δωρεάν προστασία» και το ρωσικό φυσικό αέριο δεν θεωρείται πλέον ούτε φθηνό ούτε αξιόπιστο. Μέσα σε αυτή τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, η Ευρώπη φαίνεται να μην έχει άλλη επιλογή από το να συμβιβαστεί με τις επιταγές της Ουάσινγκτον, ακόμη και αν αυτές συνεπάγονται δυσμενείς εμπορικές συνέπειες.

Η αποδοχή της συμφωνίας, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, αντανακλά μια σιωπηρή ευρωπαϊκή αναγνώριση ότι η ώρα των αυταπατών έχει παρέλθει. Η ήπειρος καλείται να επαναπροσδιορίσει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη, να αναλάβει το κόστος της αμυντικής της θωράκισης και να εξασφαλίσει την ενεργειακή της αυτάρκεια. Ίσως, τελικά, όπως σημειώνουν ορισμένοι αναλυτές, η «κακή συμφωνία» να αποτελεί το πρώτο βήμα προς μια πιο ρεαλιστική και αυτοδύναμη ευρωπαϊκή πολιτική.

Όπως σχολίασε Ευρωπαίος διπλωμάτης στις Βρυξέλλες, «αυτό που βιώνουμε δεν είναι μόνο μια εμπορική ήττα, αλλά η αρχή του τέλους μιας εποχής εφησυχασμού». Και αυτό, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, ίσως να είναι απαραίτητο.

Prime News.

Back to top button