Η αμερικανική οικονομία αντιμετωπίζει μια επικίνδυνη δοκιμασία το 2025, καθώς κρατικά ομόλογα αξίας άνω των 5 τρισ. δολαρίων λήγουν μέσα στο πρώτο εξάμηνο, δημιουργώντας έντονες πιέσεις στις αγορές και αναχρηματοδοτήσεις. Η ανάγκη ανανέωσης του χρέους, που φτάνει τα 9,2 τρισ. δολάρια στο σύνολο του έτους, ισοδυναμεί με το ένα τρίτο του συνολικού χρέους των ΗΠΑ και σχεδόν το 30% του ΑΕΠ, απειλώντας τη σταθερότητα της οικονομίας.
Η Federal Reserve (Ομοσπονδιακή Τράπεζα) παρενέβη διακριτικά με αγορές ομολόγων ύψους 43,6 δισ. δολαρίων, σε μια κίνηση που αναλυτές χαρακτηρίζουν ως «αόρατη ποσοτική χαλάρωση», προσπαθώντας να κρατήσει την αγορά σε ισορροπία χωρίς επίσημο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Το κλίμα έγινε ακόμη πιο βαρύ μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ΗΠΑ από την Moody’s στα μέσα Μαΐου, η οποία ευθυγράμμισε τη χώρα με τις αξιολογήσεις των Fitch και S&P, οι οποίες είχαν ήδη υποβαθμίσει την αμερικανική οικονομία από την ανώτατη βαθμίδα AAA σε Aa1. Αυτή η κίνηση σήμανε συναγερμό στην Ουάσιγκτον και τις αγορές.
Ταυτόχρονα, το φορολογικό πολυνομοσχέδιο που προώθησε ο πρόεδρος Τραμπ, ύψους 2 τρισ. δολαρίων σε φοροαπαλλαγές, συναντά μεγάλες αντιδράσεις στο Κογκρέσο. Πέντε Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές απέρριψαν το νομοσχέδιο απαιτώντας μεγαλύτερες περικοπές δαπανών, ιδιαίτερα σε ευπαθείς τομείς όπως η επισιτιστική βοήθεια και οι επιδοτήσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στο εσωτερικό της κυβέρνησης, η σύγκρουση είναι σφοδρή. Ο διοικητής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, αρνείται να μειώσει τα επιτόκια ή να διοχετεύσει νέα ρευστότητα, φοβούμενος ότι μια πρόωρη χαλάρωση θα πυροδοτήσει νέο κύμα πληθωρισμού — ενδεχόμενο που θα μπορούσε να γίνει χειρότερο από την κρίση του 2008.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν ήδη εκτοξευθεί: το 10ετές ομόλογο ξεπέρασε το 4,5%, ενώ το 30ετές σκαρφάλωσε πάνω από το κρίσιμο όριο του 5%. Αυτή η αύξηση δυσκολεύει τον δανεισμό για τα νοικοκυριά, με τα στεγαστικά δάνεια να φτάνουν ήδη σε επιτόκια πάνω από 7,5%. Επιπλέον, η αντεστραμμένη καμπύλη αποδόσεων δείχνει ότι η αγορά αμφιβάλλει για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας.
Η κατάσταση θυμίζει την τραπεζική κρίση του 2023 με τη Silicon Valley Bank, όπου η αύξηση των αποδόσεων ομολόγων μείωσε την αξία των ομολόγων που κατείχαν οι τράπεζες, προκαλώντας πτωχεύσεις. Το ερώτημα είναι πότε και αν θα εμφανιστούν αντίστοιχα προβλήματα στο υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα.
Το φορολογικό πακέτο του Τραμπ, παρά το μέγεθός του (πάνω από 1000 σελίδες), έχει βρεθεί σε αδιέξοδο λόγω των διαφωνιών για τις περικοπές δαπανών, κυρίως σε προγράμματα όπως το Medicaid, που καλύπτει δεκάδες εκατομμύρια φτωχούς Αμερικανούς. Η επιμονή του προέδρου να περάσει τις φοροαπαλλαγές, που θα οδηγήσουν σε σημαντική μείωση των εσόδων, συγκρούεται με τη σκληρή πραγματικότητα της ανάγκης για δημοσιονομική πειθαρχία.
Το 2025 αναμένεται να είναι μία κρίσιμη χρονιά για τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ, καθώς τα φορολογικά έσοδα από φυσικά πρόσωπα προβλέπεται να φτάσουν τα 2,4 τρισ. δολάρια, με την προοπτική να ξεπεράσουν τα 4 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία. Παρά τα σχετικά υψηλά έσοδα, το δημοσιονομικό έλλειμμα και το συνολικό χρέος αυξάνονται ασταμάτητα, επιβαρύνοντας σοβαρά την οικονομική βιωσιμότητα της χώρας.
Την Πέμπτη 22 Μαΐου 2025, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε το πολυσυζητημένο φορολογικό νομοσχέδιο του προέδρου Τραμπ. Παρά τις φιλοδοξίες για οικονομική τόνωση, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προειδοποιεί ότι το νομοσχέδιο θα προσθέσει περίπου 3,8 τρισ. δολάρια στο ήδη δυσθεώρητο ομοσπονδιακό χρέος, που αγγίζει πλέον τα 36,2 τρισ. δολάρια, μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Αυτή η εκρηκτική αύξηση του χρέους ήταν καθοριστική για την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο Moody’s. Η Moody’s αιτιολόγησε την υποβάθμιση με την αδυναμία μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τη συνεχόμενη διόγκωση του χρέους και των πληρωμών τόκων που υπερβαίνουν κατά πολύ τα επίπεδα άλλων χωρών με αντίστοιχη βαθμολογία.
Η αξιολόγηση αυτή υπονοεί ότι το αμερικανικό χρέος κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμο, προτείνοντας ουσιαστικά την ανάγκη αναδιάρθρωσης. Παρότι η χρεοκοπία θεωρείται αδιανόητη για γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους — δεδομένου του κεντρικού ρόλου του δολαρίου και των αμερικανικών ομολόγων στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα —, η αναδιάρθρωση μέσω έμμεσων μέτρων μοιάζει πλέον αναπόφευκτη.
Η πρόταση του Stephen Miran, οικονομικού συμβούλου του Τραμπ, γνωστή ως «Συμφωνία Mar-a-Lago», επιχειρεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με την εκτεταμένη χρήση swaps δολαρίων, ένα μηχανισμό που η Fed προτιμά να περιορίζει.
Τα swaps δολαρίων επιτρέπουν στις κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών (π.χ. ΕΚΤ) να ανταλλάσσουν νομίσματα με τη Fed χωρίς συναλλαγματικό ρίσκο και χωρίς να αυξάνεται η κυκλοφορία του χρήματος. Αυτό τα καθιστά εργαλείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά και στρατηγικής ισχύος, αφού οι χώρες που έχουν πρόσβαση σε αυτά αποκτούν προνόμια σε περιόδους κρίσης.
Η πρόταση Miran είναι να χρησιμοποιηθεί αυτό το εργαλείο ως μοχλός γεωπολιτικού εκβιασμού: η Fed μπορεί να περιορίσει τη στρατιωτική υποστήριξη προς τους συμμάχους της, ανταλλάσσοντάς την με μεγαλύτερη πρόσβαση σε swaps δολαρίων. Με αυτόν τον τρόπο, η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρεί να μεταφέρει μέρος του κόστους στρατιωτικής παρουσίας σε άλλες χώρες, εξοικονομώντας πόρους.
Ωστόσο, η στρατηγική αυτή είναι ιδιαίτερα διχαστική και επικίνδυνη, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει ρήξη με τους συμμάχους, επιταχύνοντας διαδικασίες αποδόλαριοποίησης, ειδικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, η αξιοπιστία της Fed ως ουδέτερου χρηματοπιστωτικού θεσμού θα μπορούσε να κλονιστεί σοβαρά αν τα swaps αρχίσουν να χρησιμοποιούνται ως ξεδιάντροπο εργαλείο πολιτικής επιρροής.
Το δολάριο παραμένει ο θεμέλιος λίθος του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, όχι μόνο ως νόμισμα συναλλαγών αλλά και ως μέσο επιρροής και στρατηγικής ισχύος. Η χρήση των swaps δολαρίων με πολιτικό ή γεωστρατηγικό σκοπό ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα την αξιοπιστία του, θέτοντας σε κίνδυνο την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Η πρόκληση για τις ΗΠΑ, λοιπόν, δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και γεωπολιτική: να διατηρήσουν την παγκόσμια ισχύ τους σε έναν κόσμο που αμφισβητεί όλο και περισσότερο το δολάριο, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν ένα χρέος που δεν μπορεί να αγνοηθεί και δημοσιονομικές πιέσεις χωρίς προηγούμενο.