Η παγκόσμια εμπορική σκακιέρα αλλάζει ραγδαία καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να επιστρέψει με πιο επιθετική εμπορική ατζέντα, επαναφέροντας μια σκληροπυρηνική προσέγγιση με στόχο την προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας από τον ανταγωνισμό της Κίνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών ωθεί άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα, να επανεξετάσουν τις μεταξύ τους σχέσεις και να αναζητήσουν σημεία σύγκλισης, ιδιαίτερα στον ανερχόμενο τομέα της ηλεκτροκίνησης.
Οι δασμοί που επιβλήθηκαν από την ΕΕ στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα το φθινόπωρο του 2024, ύστερα από την έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για φερόμενες κρατικές επιδοτήσεις από το Πεκίνο, αποτέλεσαν σημαντική καμπή. Οι Βρυξέλλες έστειλαν μήνυμα πως δεν θα επιτρέψουν στις κινεζικές βιομηχανίες να παρακάμψουν τους κανόνες του ανταγωνισμού και να κατακλύσουν την ευρωπαϊκή αγορά με φθηνά προϊόντα που υπονομεύουν την εγχώρια παραγωγή.
Ωστόσο, η δυναμική φαίνεται να μεταβάλλεται. Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα βρίσκονται σε τροχιά επαναπροσέγγισης με επίκεντρο την ηλεκτροκίνηση. Στο πλαίσιο αυτού του νέου διαλόγου, εξετάζεται ακόμη και το ενδεχόμενο κατάργησης των ευρωπαϊκών δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα.
Η συνάντηση του Κινέζου υπουργού Εμπορίου Γουάνγκ Γουεντάο με τον Επίτροπο Εμπορίου της ΕΕ, Μάρος Σέφτσοβιτς, στα τέλη Μαρτίου 2025 στο Πεκίνο, θεωρείται καθοριστική. Η σύνοψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνει ότι συζητήθηκαν επενδύσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού ηλεκτρικών οχημάτων και ότι υπάρχει πρόθεση για διάλογο που θα καλύπτει όλα τα συναφή εμπορικά και επενδυτικά ζητήματα.
Είναι φανερό πως η ΕΕ, σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον, ακολουθεί μια πιο ευέλικτη και πολυδιάστατη προσέγγιση στις εμπορικές της σχέσεις με το Πεκίνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τον Τζο Μπάιντεν, είχαν ήδη επιβάλει δασμούς 100% στα κινεζικά EVs, ενώ η πιθανή επιστροφή του Τραμπ στο Λευκό Οίκο προμηνύει ακόμη σκληρότερα μέτρα. Σε αντίθεση, η Ευρώπη φαίνεται να προσανατολίζεται σε έναν «καθοδηγούμενο ανταγωνισμό», επιδιώκοντας να προστατεύσει τη δική της βιομηχανική βάση, αλλά χωρίς να κόψει τις γέφυρες με την Κίνα, που είναι ένας κρίσιμος παγκόσμιος κόμβος τεχνολογίας και παραγωγής.
Η αύξηση των κινεζικών εξαγωγών ηλεκτρικών οχημάτων προς την Ευρώπη δεν είναι αμελητέα. Μέσα σε λίγα χρόνια, κινεζικά brands όπως η BYD, η NIO και η XPeng απέκτησαν σημαντικό μερίδιο αγοράς, είτε με απευθείας εξαγωγές είτε μέσω εγκαταστάσεων παραγωγής στην ΕΕ. Σε αυτό το τοπίο, η κατάργηση των δασμών μπορεί να εκληφθεί ως κίνηση στρατηγικού ρεαλισμού: η ΕΕ γνωρίζει ότι ο παγκόσμιος αγώνας για την ηγεμονία στην πράσινη τεχνολογία δεν μπορεί να κερδηθεί με απομόνωση, αλλά με συνεργασίες, επενδύσεις και καινοτομία.
Παράλληλα, η γεωπολιτική αναδιάταξη καθιστά την Ευρώπη πιο ανεξάρτητη στις αποφάσεις της. Οι εντάσεις ΗΠΑ–Κίνας, η ρήξη εμπιστοσύνης λόγω των αμερικανικών δασμών και η απειλή εμπορικού πολέμου έχουν οδηγήσει την ΕΕ σε έναν ρόλο ισορροπιστή. Επιθυμεί να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αλλά και να παραμείνει ανοιχτή σε επενδύσεις και τεχνογνωσία, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς όπως η ηλεκτροκίνηση και οι πράσινες μεταφορές.
Η ΕΕ επίσης επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε μελλοντική συνεργασία με την Κίνα θα είναι επωφελής για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. Η επίσημη θέση της Επιτροπής, ότι στόχος είναι οι επενδύσεις να «παρέχουν μεγαλύτερη συμβολή στη μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και ποιοτικές θέσεις εργασίας», υποδηλώνει πως δεν επιδιώκει μια απλή άρση δασμών, αλλά μια πιο δομημένη συμφωνία με ρήτρες προστασίας και αμοιβαιότητας.
Από την πλευρά της Κίνας, το άνοιγμα ενός τέτοιου διαλόγου με την ΕΕ είναι στρατηγικής σημασίας. Αντιμέτωπη με τις κυρώσεις των ΗΠΑ, περιορισμούς εξαγωγών τεχνολογίας και την επιβράδυνση της εσωτερικής της οικονομίας, η Κίνα βλέπει στην Ευρώπη έναν κρίσιμο εμπορικό εταίρο και αγορά-κλειδί για τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Η ηλεκτροκίνηση αποτελεί προτεραιότητα για το Πεκίνο όχι μόνο ως εξαγωγική επιχείρηση, αλλά και ως μέρος της μακροπρόθεσμης στρατηγικής του για παγκόσμια τεχνολογική υπεροχή.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο αν θα αρθούν οι δασμοί. Είναι αν μπορεί να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος εμπορικής σχέσης ΕΕ–Κίνας, βασισμένος σε ρεαλισμό, διαφάνεια και αμοιβαίο όφελος. Αν συμβεί αυτό, τότε ίσως η Ευρώπη να κερδίσει έναν κρίσιμο εταίρο στην πράσινη μετάβαση, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχύσει τη βιομηχανική της βάση χωρίς να εγκλωβίζεται στο ψυχροπολεμικό δίπολο ΗΠΑ–Κίνας.
Καθώς ο Τραμπ επιδιώκει να «οχυρώσει» εκ νέου την Αμερική πίσω από εμπορικά τείχη, η ΕΕ δείχνει να εξετάζει την προοπτική της γέφυρας. Μπορεί αυτή η προσέγγιση να είναι πολιτικά ριψοκίνδυνη – ειδικά σε χώρες με έντονο σκεπτικισμό απέναντι στην Κίνα – όμως ίσως αποδειχθεί μακροπρόθεσμα πιο κερδοφόρα, τόσο οικονομικά όσο και στρατηγικά. Αντί να χτίζει νέα σύνορα, η Ευρώπη μπορεί να επιχειρεί να επανασχεδιάσει το χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου με επίκεντρο την ανοιχτή συνεργασία. Και αυτή η στροφή, εν μέσω παγκόσμιας αστάθειας, είναι κάτι περισσότερο από εμπορική στρατηγική – είναι πολιτική επιλογή.
Η είδηση έρχεται λίγες μέρες μετά το τηλεφώνημα στις 7 Απριλίου μεταξύ του Κινέζου πρωθυπουργού Λι Τσιανγκ και της επικεφαλής της ΕΕ Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Μια σύνοψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αυτής της κλήσης, η οποία έλαβε χώρα πριν ο Τραμπ ανακοινώσει μια παύση 90 ημερών για τους αμοιβαίους δασμούς για χώρες εκτός της Κίνας, κατηγόρησε τα αμερικανικά εμπορικά μέτρα κατά της ΕΕ, της Κίνας και άλλων χωρών ότι αποτελούν πηγή «ευρείας αναστάτωσης».
Στην κλήση της με την Τσιανγκ, η φον ντερ Λάιεν «υπενθύμισε την επείγουσα ανάγκη για διαρθρωτικές λύσεις για την εξισορρόπηση της διμερούς εμπορικής σχέσης και τη διασφάλιση καλύτερης πρόσβασης για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, προϊόντα και υπηρεσίες στην κινεζική αγορά», σύμφωνα με την περίληψη.
Αφού ο Τραμπ ανακοίνωσε την παύση στις 9 Απριλίου, η φον ντερ Λάιεν έγραψε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X ότι «θέλουμε να δώσουμε μια ευκαιρία στις διαπραγματεύσεις. Εάν οι διαπραγματεύσεις δεν είναι ικανοποιητικές, τα αντίμετρά μας θα ξεκινήσουν», είπε.
Αυτή η παύση θα διαρκέσει επίσης 90 ημέρες.
Παράλληλα με την είδηση της παύσης, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι η Κίνα, η οποία ανταπέδωσε τους νέους δασμούς, θα αντιμετωπίσει ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό, που θα αυξηθεί από το 104% στο 125%. Ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε στις 10 Απριλίου ότι οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα έφτασαν τώρα το 145%, αφού ελήφθη υπόψη το 20% που επιβλήθηκε προηγουμένως ως τρόπος καταπολέμησης των εξαγωγών φαιντανύλης από την Κίνα.