
Την ώρα που η Ελλάδα εστιάζει στους χειρισμούς της Τουρκίας και στη ρευστή κατάσταση στη Λιβύη, κρίσιμες γεωπολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο διαφεύγουν της προσοχής.
Η Κίνα, μεθοδικά και αθόρυβα, εδραιώνει την παρουσία της στη Βόρεια Αφρική, μετατρέποντας τη Λιβύη – και ειδικά την ανατολική περιοχή υπό τον έλεγχο του Χαλίφα Χαφτάρ – σε έναν από τους βασικούς άξονες της στρατηγικής της μέσω της πρωτοβουλίας Belt and Road Initiative (BRI).
Στην καρδιά των σχεδίων του Πεκίνου βρίσκεται η πόλη Tobruk, με κομβική γεωγραφική θέση λιγότερο από 400 χιλιόμετρα από τις νότιες ακτές της Ευρώπης. Το φυσικό της λιμάνι και η ιστορική στρατιωτική της σημασία καθιστούν την πόλη ιδανική για την ανάπτυξη μεγάλων ενεργειακών και μεταφορικών υποδομών.
Σύμφωνα με πηγές, το σχέδιο περιλαμβάνει την κατασκευή διυλιστηρίου ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δυναμικότητας 500.000 βαρελιών την ημέρα, με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές. Σε πλήρη ανάπτυξη, η επένδυση μπορεί να ξεπεράσει τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια, ενσωματώνοντας αποθήκες καυσίμων, τερματικά μεταφόρτωσης και σύγχρονα logistics, με συνδέσεις προς το Σουέζ, την κεντρική Αφρική και τη Μεσόγειο.
Παράλληλα, το λιμάνι της Tobruk προβλέπεται να αναβαθμιστεί σε κέντρο διακίνησης μεγάλων εμπορευματοκιβωτίων, ενώ στρατηγικός ρόλος αναμένεται να ανατεθεί και στο αεροδρόμιο Al-Adem, παλαιά βρετανική βάση, το οποίο θα μετατραπεί σε κόμβο logistics με διπλή χρήση – πολιτική και στρατιωτική. Η ροή καυσίμων και εμπορευμάτων θα περνά μέσα από αυτό το δίκτυο, δημιουργώντας έναν ευρύτερο κινεζικό άξονα που συνδέει την Αφρική με την Ευρώπη μέσω Λιβύης.
Το επόμενο βήμα του σχεδιασμού αφορά τη διασύνδεση της Tobruk και της Βεγγάζης με την Αίγυπτο, μέσω σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας, η οποία θα συνδέει την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο. Το έργο, με κόστος έως 20 δισεκατομμύρια δολάρια, θα υλοποιηθεί από κινεζικές και ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η CRIG, η Siemens και το BFI Management Consortium, το οποίο έχει αναλάβει την πολιτική και τεχνική διαχείριση.
Για την υποστήριξη αυτών των έργων, ιδρύθηκε η Libyan Bank for Energy and Mining, με επικεφαλής τον Juma Jaballah. Ο νέος θεσμός θα αναλάβει τη χρηματοδότηση διυλιστηρίων, λιμένων και μεταφορικών υποδομών, ενισχυόμενος από κινεζικά κεφάλαια. Ήδη η Kerui Petroleum έχει ξεκινήσει προμελέτες για το διυλιστήριο, ενώ κινεζικές επιχειρήσεις όπως η Huawei και η CEEC έχουν εμπλακεί σε έργα ψηφιακής διασύνδεσης και τηλεπικοινωνιών, με πιλοτικά δίκτυα στην ανατολική Λιβύη.
Το όραμα του Πεκίνου δεν περιορίζεται στη λιβυκή ακτή. Επεκτείνεται προς τα νότια, με την κατασκευή οδικών αξόνων προς Τσαντ και Σουδάν, με σκοπό τη μεταφορά πρώτων υλών – από πετρέλαιο και σπάνιες γαίες, μέχρι γεωργικά προϊόντα – προς τη Μεσόγειο. Η κινεζική διείσδυση προσφέρει μια νέα «οδό» για την πρόσβαση σε αγορές της ενδοχώρας της Αφρικής, ενισχύοντας τον γεωοικονομικό ρόλο της Λιβύης.
Σε ιστορικό και γεωπολιτικό επίπεδο, η Κίνα ακολουθεί μια πολιτική που ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1960, με στήριξη κινημάτων ανεξαρτησίας στη Βόρεια Αφρική. Σήμερα, μέσω της BRI, η Λιβύη – παρά τη συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια – αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού με τη Δύση, με Ρωσία, Τουρκία και Κίνα να επιδιώκουν στρατηγικά ερείσματα.
Οι συνέπειες για την Ευρώπη, και ιδιαίτερα για την ενεργειακή της ασφάλεια, είναι σοβαρές. Η εγκατάσταση κινεζικών υποδομών σε τέτοια κλίμακα στην Tobruk συνεπάγεται αύξηση της εξάρτησης από το Πεκίνο σε θέματα ενέργειας, προμηθειών και ψηφιακής εποπτείας. Σε περίοδο κρίσης, η Κίνα θα μπορεί να επηρεάζει τον όγκο, την τιμολόγηση και τη διαθεσιμότητα των ενεργειακών ροών προς την ΕΕ, ενώ παράλληλα ενισχύει την τεχνολογική και πληροφοριακή διείσδυσή της σε στρατηγικά πεδία του NATO.
Αν τα έργα αυτά εγκριθούν επισήμως από την κυβέρνηση της ανατολικής Λιβύης, τότε η χώρα θα αποτελέσει τη δυτική πύλη ενός γεωστρατηγικού άξονα που εκτείνεται από τον Ινδικό Ωκεανό έως τη Μεσόγειο.
Η Κίνα θα αποκτήσει πρόσβαση σε μια νέα διασύνδεση Αφρικής, Ευρώπης και Ασίας, σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα και η Ευρώπη παραμένουν απορροφημένες από κρίσεις με άμεσους γείτονες, αγνοώντας τα βαθύτερα και πιο μακροπρόθεσμα ρεύματα αλλαγής.