Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ανακοίνωσε σήμερα σημαντική μείωση δύο βασικών επιτοκίων της, τα οποία διαμορφώνονται πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί ποτέ. Η κίνηση αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την τόνωση της οικονομίας της χώρας, που δοκιμάζεται από τις συνεχιζόμενες πιέσεις στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη βαθιά κρίση στον κλάδο των ακινήτων.
Συγκεκριμένα, το ετήσιο Loan Prime Rate (LPR), που αποτελεί το βασικό επιτόκιο δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και καθορίζει το κόστος των πιο ευνοϊκών τραπεζικών δανείων, υποχώρησε από το 3,1% στο 3%. Παράλληλα, το πενταετές LPR, που χρησιμοποιείται κυρίως ως δείκτης για τα στεγαστικά δάνεια, μειώθηκε κατά δέκα μονάδες βάσης, από το 3,6% στο 3,5%. Και τα δύο επιτόκια είχαν ήδη υποστεί αντίστοιχες μειώσεις τον Οκτώβριο, σημειώνοντας τότε ιστορικά χαμηλά.
Η νέα μείωση σηματοδοτεί την αποφασιστικότητα των κινεζικών αρχών να στηρίξουν την ανάπτυξη, ενόψει μιας περιόδου αβεβαιότητας και χαμηλής εμπιστοσύνης στην αγορά. Την ίδια στιγμή, η πρόσφατη συμφωνία Κίνας–ΗΠΑ για προσωρινή άρση μεγάλου μέρους των δασμών, διάρκειας 90 ημερών, δημιουργεί συγκρατημένες προσδοκίες για ενδεχόμενη αποκλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων, κάτι που η κινεζική οικονομία χρειάζεται επειγόντως για να ανακτήσει σταθερό ρυθμό.
Παρά τις προσπάθειες των κινεζικών αρχών να τονώσουν την οικονομία μέσω ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, το κόμμα-κράτος συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Η εσωτερική κατανάλωση παραμένει στάσιμη, ενώ η κρίση στον τομέα των ακινήτων επιμένει, θέτοντας σε αμφισβήτηση τον φιλόδοξο στόχο για ανάπτυξη της τάξης του 5% του ΑΕΠ έως το 2025.
Μια ανάσα αισιοδοξίας ήρθε από την πλευρά της βιομηχανίας, με την εθνική στατιστική υπηρεσία της Κίνας να ανακοινώνει τη Δευτέρα αύξηση 6,1% της βιομηχανικής παραγωγής τον Απρίλιο σε ετήσια βάση. Η επίδοση αυτή ξεπέρασε τις εκτιμήσεις αναλυτών που συμμετείχαν σε έρευνα του πρακτορείου Bloomberg, προσφέροντας ενδείξεις αντοχής της παραγωγικής δραστηριότητας.
Ωστόσο, το θετικό αυτό σήμα επισκιάστηκε από τα στοιχεία για την αγορά ακινήτων. Οι τιμές των νεόδμητων κατοικιών υποχώρησαν σε 67 από τις 70 μεγαλύτερες πόλεις της χώρας την ίδια περίοδο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι ο συγκεκριμένος κλάδος συνεχίζει να λειτουργεί ως βαρίδι για την οικονομία. Η συνεχιζόμενη πτώση τιμών υποδηλώνει χαμηλή ζήτηση και αυξανόμενη δυσπιστία των νοικοκυριών, καθιστώντας πιο δύσκολη την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων που έχει θέσει το Πεκίνο.