
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, την τελευταία δεκαετία, επιδόθηκε σε μαζικές τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), με σκοπό τη μείωση των δεικτών καθυστερούμενων απαιτήσεων και τη βελτίωση των εποπτικών κεφαλαίων.
Πίσω από αυτή τη φαινομενική εξυγίανση όμως, αναπτύχθηκε ένα πολύπλοκο και εγκληματικό πλέγμα μεταβιβάσεων και χρηματοδοτικών τεχνικών, που χαρακτηρίζεται από νομικές ασάφειες και αυθαιρεσίες, από οικονομική αδιαφάνεια και, έτσι, από σοβαρά ζητήματα νομιμότητας.
Κεντρικό ζήτημα αποτελεί η ουσία και η φύση των μεταβιβάσεων από τις τράπεζες προς τα οχήματα ειδικού σκοπού (SPVs – Funds), τα οποία συστάθηκαν κυρίως στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο. Παρότι επισήμως πρόκειται για πωλήσεις απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων, οι όροι των συμβάσεων και τα λογιστικά δεδομένα δείχνουν ότι δεν πρόκειται για αυθεντικές πράξεις “true sale”, αλλά για μεταβιβάσεις καταπιστευτικού χαρακτήρα, με πρόδηλες εικονικότητες και ενδοομιλική οικονομική και διοικητική διαχείριση των απαιτήσεων μετά την τιτλοποίησή τους.
Σε όλες, λοιπόν, αυτές τις περιπτώσεις αυτές, το fund εμφανίζεται ως ο τυπικός δικαιούχος της απαίτησης, αλλά, στην πραγματικότητα η κυριότητα των απαιτήσεων και ο ουσιαστικός τους έλεγχος παραμένουν επί της ουσίας στην φερόμενη ως δήθεν εκχωρήσασα τράπεζα ή στον όμιλο στον οποίο αυτή ανήκει.
Η εμπλοκή των τραπεζών στη διοίκηση των funds, οι κοινές διευθύνσεις, οι νομικοί και οι λοιποί εκπρόσωποι, η ενοποίηση των οχημάτων αυτών στους ισολογισμούς των τραπεζικών ομίλων, αλλά και η απουσία κάθε πραγματικής χρηματοδότησης εκ μέρους των φερόμενων αγοραστών και των άφαντων μέχρι και σήμερα επενδυτών τους, αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι πρόκειται για καταπιστευτικές μεταβιβάσεις και εικονικές πωλήσεις των προσχηματικά μόνο τιτλοποιημένων αυτών απαιτήσεων.
Η χρήση του νομικού εργαλείου της καταπιστευτικότητας αλλοιώνει την νομική φύση των πράξεων πώλησης και μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, αφού η τράπεζα διατηρεί το ουσιαστικό οικονομικό συμφέρον, ακόμα και αν τυπικά εμφανίζεται το fund ως δήθεν τρίτος δικαιούχος. Με την καταπιστευτική μεταξύ τους σχέση να επιβεβαιώνει ότι η μεταβίβαση της απαίτησης έχει γίνει κατ’ εντολή, για λογαριασμό και προς όφελος της τράπεζας.
Έτσι, το αποτέλεσμα είναι, ότι, ο φερόμενος ως δήθεν αγοραστής (το fund) να λειτουργεί στην πράξη ως ενδιάμεσος, χωρίς να αποκτά την οριστική κυριότητα της τιτλοποιημένης απαίτησης που φέρεται ότι δήθεν αγόρασε. Οι πράξεις δε αυτές, συνδυαζόμενες και με την έλλειψη αναφοράς του τιμήματος ή, έστω, του τρόπου προσδιορισμού και της καταβολής του και την ενδοομιλική διαχείριση και τον οικονομικό έλεγχο των τιτλοποιημένων αυτών απαιτήσεων, προσκρούουν καταφανώς στον πυρήνα της έννοιας του “true sale” και, έτσι, είναι άκυρες, ως εικονικές.
Με την εικονικότητα τους να τεκμαίρεται και από την ίδια την λογιστική απεικόνιση των αντίστοιχων συναλλαγών στα βιβλία των funds, τα λογιστικά βιβλία των οποίων, αντί για την χώρα της καταστατικής τους έδρας, τηρούνται στην Ελλάδα, στην ελληνική γλώσσα και με τους ίδιους κωδικούς των αντίστοιχων λογαριασμών των λογιστικών σχεδίων που χρησιμοποιούσαν οι ίδιες οι τράπεζες που φέρονται ότι δήθεν τα πούλησαν.
Ενώ, περαιτέρω, τα funds ενοποιούνται στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν καταγράφεται ουδεμία ουσιαστική μεταφορά κινδύνου και ανταμοιβής, με τα έσοδα από τις ανακτήσεις να καταλήγουν τελικώς στους ίδιους τους τραπεζικούς ομίλους που διατηρούν εμμέσως και την διαχείριση τους, μέσω των servicers.
Σημαντικό στοιχείο που ενισχύει την εικόνα εικονικότητας είναι η χρήση εταιρειών με έδρα σε χώρες με χαλαρό εποπτικό και φορολογικό καθεστώς. Η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο χρησιμοποιήθηκαν για τη σύσταση εκατοντάδων SPVs, πολλά από τα οποία έχουν κοινή διεύθυνση ή δηλωμένο τον ίδιο εκπρόσωπο. Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το ίδιο φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται να υπογράφει συμβάσεις τόσο εκ μέρους της τράπεζας όσο και εκ μέρους του fund που φέρεται να αγοράζει την απαίτηση, γεγονός που αποτελεί ευθεία ένδειξη σύγκρουσης συμφερόντων και εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς την ανεξαρτησία του αντισυμβαλλόμενου μέρους.
ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
https://www.kinima-ypervasi.gr/ta-xena-funds-tis-irlandias-kai-tou-louxemv/
Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι το γεγονός ότι τα ίδια τα ομόλογα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων, τα οποία υποτίθεται πως θα είχαν διατεθεί σε τρίτους επενδυτές των funds που φέρονται ότι δήθεν τα αγόρασαν, βρίσκονται τελικώς στα χαρτοφυλάκια των ίδιων των τραπεζών και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν. Οι ίδιες δηλαδή οι τράπεζες που φέρονται να πώλησαν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις από τα δάνεια στα funds, σήμερα εμφανίζονται ως οι κύριοι ομολογιούχοι των τίτλων που εκδόθηκαν αντιστοίχως, από την πώληση των οποίων σε τρίτους επενδυτές θα έπρεπε, κατά το ρητό και αδιαπραγμάτευτο γράμμα του ισχύοντος εθνικού και ευρωπαϊκού νομοκανονιστικού πλαισίου, να έχουν χρηματοδοτηθεί οι τιτλοποιήσεις.
Αυτό αποκαλύπτεται τόσο από την λογιστική καταγραφή και αποτύπωση των τίτλων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών που δήθεν τιτλοποίησαν και πούλησαν τις αντίστοιχες απαιτήσεις, όσο και από το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν ακόμη και το θράσος να συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις αυτών των funds ως ομολογιούχοι, ασκώντας δικαιώματα ψήφου και εγκρίσεων, επιβεβαιώνοντας, έτσι ότι δεν αποξενώθηκαν ποτέ ουσιαστικά από την κυριότητα και την διαχείριση αυτών των απαιτήσεων.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η πλήρης υπονόμευση της βασικής αρχής που διέπει τις τιτλοποιήσεις κατά το ενωσιακό δίκαιο, ήτοι της πραγματικής και οριστικής αποξένωσης της τράπεζας από το περιουσιακό στοιχείο της τιτλοποιούμενης απαίτησης. Εάν η τράπεζα εκχωρεί τυπικά μια απαίτηση, αλλά ταυτόχρονα αγοράζει το ομόλογο που εκδίδει το fund και συνεχίζει να διαχειρίζεται το δάνειο, τότε η συναλλαγή είναι προδήλως εικονική.
Παράγεται έτσι μια τυποποιημένη κυκλική ροή (καρουζέλ) απαιτήσεων και υποχρεώσεων, χωρίς την πραγματική ροή του χρήματος από τα τιμήματα των συναλλαγών, που θα έπρεπε, στην πραγματικότητα, να είχαν ενισχύσει την ρευστότητα των ενεργητικών των τραπεζών, χωρίς ουσιαστική μεταβίβαση κινδύνου, που εξυπηρετεί, λογιστικά μόνο, την εμφάνιση δήθεν εξυγιασμένων και, έτσι, ωραιοποιημένων ισολογισμών, που καλωπίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, που αν δεν είχαν ανακαλύψει την πατέντα του αναβαλλόμενου φόρου, θα είχαν προ καιρού βρεθεί με λουκέτο.
Περαιτέρω, η ομολογηθείσα πρόθεση των ελληνικών τραπεζών να επαναγοράσουν «θεραπευμένα» δάνεια από τα funds, επιβεβαιώνει τα ζητήματα της καταπιστευτικότητας και της εικονικότητας, καθώς διαρρηγνύει την θεμελιώδη αρχή της πλήρους και πραγματικής αποξένωσης του πιστωτικού κινδύνου, αφού, αν η τράπεζα παραμένει επιλεκτικά εκτεθειμένη στις ανοδικές μόνο μεταβολές της μελλοντικής αξίας των μεταβιβασθεισών τιτλοποιημένων απαιτήσεων, τότε η μεταβίβαση δεν είναι, ούτε πραγματική, ούτε οριστική.
ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
https://www.kinima-ypervasi.gr/upd-i-trapeza-tis-ellados-kalei-tis-ellinik/
Όλα αυτά τα ζητήματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, λόγω του γεγονότος ότι οι εν λόγω τιτλοποιήσεις συνοδεύτηκαν από τη λήψη κρατικών εγγυήσεων περίπου 20 Δις ευρώ, μέσω του Σχεδίου Ηρακλής, με τις οποίες, οι τράπεζες, με όχημα τα funds, εξασφάλισαν εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου για τους senior τίτλους των τιτλοποιήσεων, τις οποίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να είχαν λάβει απ’ ευθείας οι ίδιες, χωρίς τις εικονικές πωλήσεις και τις καταπιστευτικές αυτές μεταβιβάσεις των απαιτήσεων από τα τιτλοποιημένα δάνεια των χαρτοφυλακίων τους στα funds, με αποτέλεσμα, έτσι, να εγείρονται και σοβαρά ποινικά ζητήματα λευκού κολάρου, για την ενδεχόμενη κακουργηματική απάτη, την απιστία και την συνεπακόλουθη αυτών νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα μαύρου χρήματος), με την εκ προθέσεως παραπλάνηση των εθνικών και των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και την εξ αυτής πρόκληση ζημίας πολλών Δις ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο, στο Ευρωσύστημα και στο ενιαίο νόμισμα (ευρώ).
Πράγματι, οι κρατικές εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου προς τις τράπεζες, μπορούν να χορηγηθούν νόμιμα υπό το ενωσιακό δίκαιο, αλλά μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις και με την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέτοιες εγγυήσεις συνιστούν κατ’ αρχήν κρατικές ενισχύσεις κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, διότι παρέχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα με κρατική στήριξη και για να εγκριθούν πρέπει να εμπίπτουν στις εξαιρέσεις, ήτοι να αποσκοπούν στην αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΓΔ Ανταγωνισμού) εγκρίνει τέτοιες εγγυήσεις μόνο αν πληρούν τα κριτήρια συμβατότητας, δηλαδή μόνο αν είναι αποδεδειγμένα αναγκαίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εφόσον, όμως, συνοδεύονται από συμμετοχή των επενδυτών στις ζημίες, από ένα αξιόπιστο σχέδιο ανάκαμψης της τράπεζας που τις λαμβάνει και υπό την προϋπόθεση ότι περιορίζουν στο ελάχιστο τις αρνητικές συνέπειες στον ανταγωνισμό. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι κάθε κρατική εγγύηση προς ελληνική τράπεζα εξετάζεται ενδελεχώς από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και εγκρίνεται μόνον εφόσον εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλάνο διάσωσης, σύμφωνο με τους κανόνες της ΕΕ.
ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
https://www.kinima-ypervasi.gr/paranomes-oi-poliseis-ton-kokkinon-daneion/
Οι προηγούμενες ελληνικές περιπτώσεις (2008-2015) δείχνουν ότι η Επιτροπή πράγματι ενέκρινε τέτοια μέτρα όταν υπήρχε συστημική κρίση, επιβάλλοντας αντίστοιχους όρους και μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και στην εθνική μας οικονομία. Μετά, όμως, την κρίση, δεν συντρέχει η περίπτωση νέας ενεργοποίησης παρόμοιων εργαλείων, όπως πχ οι προληπτικές Εγγυήσεις του Δημοσίου και οι Ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών με δημόσιους χρηματοδοτικούς πόρους.

Έτσι, κατά την EUROSTAT, η οποία, μεταξύ άλλων, έχει ως αρμοδιότητα την λογιστική αποτύπωση των κρατικών εγγυήσεων στα δημοσιονομικά στοιχεία των κρατών-μελών της ΕΕ, ήτοι στο έλλειμμα και το χρέος και, συγκεκριμένα, στον Οδηγό ESA 2010 (European System of Accounts), προβλέπεται ότι οι κρατικές εγγυήσεις συνήθως δεν προσμετρώνται στο χρέος, εκτός αν είναι ιδιαίτερα μεγάλου ύψους, δημιουργώντας, έτσι, δημοσιονομικό κίνδυνο, αν υπάρχει υψηλή πιθανότητα ενεργοποίησης (default) ή αν πρόκειται για μη συνήθεις πράξεις συναλλαγών, με πρόδηλα χαρακτηριστικά πλάγιας ενίσχυσης (quasi-fiscal risk).
ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
https://www.kinima-ypervasi.gr/o-lykos-tis-wall-street-itan-gataki-brosta-stous-greek-banksters/
Έτσι, στην περίπτωση του Σχεδίου Ηρακλής, η EUROSTAT έχει εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις, επειδή το Ελληνικό Δημόσιο εγγυάται τις senior ομολογίες χωρίς να ελέγχει ουσιαστικά τη δομή, με το ύψος των εγγυήσεων να αγγίζει τα 20 Δις ευρώ, ενώ, ταυτόχρονα, κρίνεται ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ενδεχόμενης ενεργοποίησης των εγγυήσεων, ειδικά όταν υπάρξει νέο κύμα αθέτησης πληρωμών ή δικαστικών ανατροπών, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τις εκατοντάδες δικαστικές αποφάσεις οριζόντιας δικαίωσης των Δανειοληπτών της ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ, με αποτέλεσμα, έτσι, να υπάρχει έντονος προβληματισμός ότι το Δημόσιο δεν αποζημιώνεται επαρκώς για την ανάληψη του κινδύνου, παρά την ύπαρξη τιμολόγησης βάσει CDS.
Για τον λόγο αυτό, η EUROSTAT έχει επανειλημμένα ζητήσει την εγγραφή των Κρατικών Εγγυήσεων του Σχεδίου Ηρακλής στο δημόσιο χρέος, ακόμα και αν δεν έχουν ακόμα ενεργοποιηθεί, αντιμετωπίζοντάς τες έτσι ως βέβαιη μελλοντική υποχρέωση του ελληνικού προϋπολογισμού, που επιβαρύνει το χρέος, διότι θεωρεί ότι ενέχουν πρόδηλο δημοσιονομικό κίνδυνο.
Το ζήτημα των εικονικών πωλήσεων και των καταπιστευτικών, έτσι, μεταβιβάσεων των τιτλοποιημένων απαιτήσεων από τα κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών δεν είναι απλώς λογιστικό ή φορολογικό. Αγγίζει τον πυρήνα του εθνικού και του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου και την θεμελιώδη αρχή ότι καμία ιδιωτική οντότητα δεν μπορεί να απολαμβάνει πλεονεκτήματα εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, μέσω προσχηματικών, εικονικών και καταπιστευτικών νομικών σχημάτων.
Η περιβόητη τιτλοποίηση των κόκκινων δανείων μέσω του Σχεδίου Ηρακλής, που διαφημίστηκε ως δήθεν σωτηρία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, εξελίσσεται πλέον σε μια υποβόσκουσα νομική νάρκη, με πολλαπλές προεκτάσεις. Ρυθμιστικές, ποινικές και θεσμικές.

Πράγματι, οι ελληνικές τράπεζες, αντί να αποξενωθούν πλήρως από τα δάνεια που τιτλοποίησαν, όπως ρητά επιτάσσει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402, φέρονται να διατηρούν τον έμμεσο έλεγχο τους μέσω ενδοομιλικών σχημάτων, αχυρανθρώπων, ακόμη και με την ευθεία συμμετοχή τους στα funds, με τις υποτιθέμενες πωλήσεις να μοιάζουν περισσότερο με ενδοομιλικές τακτοποιήσεις προς λογιστικό μόνο, πλασματικό όφελος και καλωπισμό των «τρύπιων» κατά κοινή ομολογία ισολογισμών τους. Το Ελληνικό Δημόσιο παρείχε εγγυήσεις ύψους 20 περίπου Δις ευρώ για τις senior ομολογίες των τιτλοποιήσεων, με την DG Comp, που παραπλανήθηκε δια της παρασιώπησης των πραγματικών περιστατικών των τιτλοποιήσεων, να κρίνει πως δεν πρόκειται για κρατικές ενισχύσεις, λόγω του ανταλλάγματος του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του αντίστοιχου CDS και με την EUROSTAT, στον αντίποδα, επειδή γνωρίζει αρμοδίως την αλήθεια και τα πραγματικά περιστατικά των τιτλοποιήσεων, να απαιτεί την εγγραφή των κρατικών εγγυήσεων του Σχεδίου Ηρακλής στο δημόσιο χρέος, ομολογώντας, έτσι, τον δημοσιονομικό κίνδυνο που μετακυλίεται για μια ακόμη φορά κατά τα ανωτέρω, από τις ελληνικές τράπεζες, στους Έλληνες και τους Ευρωπαίους Φορολογούμενους.
Έτσι, λοιπόν, αφού οι απαιτήσεις από τα τιτλοποιημένα κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών, δεν μεταβιβάστηκαν στα funds πραγματικά και οριστικά, αλλά, αντιθέτως, παραμένουν μέχρι και σήμερα στον ουσιαστικό οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο των τραπεζών, οι Κρατικές Εγγυήσεις του Σχεδίου Ηρακλής, αντί να ενισχύσουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ελλάδας και της Ευρωζώνης, ενισχύουν εμμέσως μόνο την δημιουργική λογιστική της πλασματικής ωραιοποίησης των ισολογισμών των τραπεζών που τις οικειοποιήθηκαν δια του οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου που ασκούν ευθέως στα funds, με την υψηλή κατά την EUROSTAT πιθανότητα αθέτησης των εγγυημένων τίτλων των ομολόγων αναφοράς κατά τις λήξεις τους, να καθιστά τις κρατικές αυτές εγγυήσεις προδήλως επισφαλείς και, έτσι, ζημιογόνες για τον εθνικό μας προϋπολογισμό.

Με το κερασάκι στην τούρτα του πρωτοφανούς αυτού εγκλήματος του λευκού τραπεζικού κολάρου, να είναι, ότι, την ημέρα που το Ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να πληρώσει τις εγγυήσεις του Σχεδίου Ηρακλής, υπό τα σημερινά δεδομένα, δικαιούχοι των αντιστοίχων εγγυήσεων θα είναι οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες, που συνεχίζουν, όπως προαναφέραμε, να εμφανίζουν και σήμερα τα αντίστοιχα ομόλογα των funds στις οικονομικές τους καταστάσεις και, έτσι, να παρίστανται στις γενικές συνελεύσεις των funds στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο ως ομολογιούχοι.
Με την ζημία του Ελληνικού Δημοσίου να είναι τουλάχιστον ενδεχόμενη κατά την EUROSTAT, τις πωλήσεις των απαιτήσεων από τα κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών να είναι εικονικές, τις αντίστοιχες μεταβιβάσεις να είναι καταπιστευτικές και με τα αρμόδια τραπεζικά στελέχη να γνώριζαν και παρά ταύτα να παρασιώπησαν με πρόθεση τα πραγματικά περιστατικά των αντίστοιχων συναλλαγών, συγκροτείται και τυποποιείται ευχερώς κατά αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση το αδίκημα του λευκού κολάρου.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει για ακόμη μια φορά το ίδιο. Υπάρχουν λειτουργοί της Δικαιοσύνης που θα τολμήσουν να ανοίξουν τους ασκούς του τραπεζικού Αιόλου ;;;
του Κυριάκου Τόμπρα