Απέναντι στις γεωπολιτικές υπερδυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και της Ρωσίας, η Ευρώπη παρουσιάζεται σήμερα ως ένας «πολιτικός νάνος», παρά το γεγονός ότι διαθέτει όλα τα απαραίτητα μέσα για να εξελιχθεί ξανά σε μία παγκόσμια δύναμη, όπως στο παρελθόν.
Οι επιθέσεις από την πλευρά της Ουάσιγκτον, τόσο από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ όσο και από τον αντιπρόεδρό του, Τζέι Ντι Βανς, ήταν συνεχείς και ξεκάθαρες. Οι δηλώσεις τους δεν άφησαν περιθώρια παρερμηνείας: οι ΗΠΑ επαναπροσδιορίζουν τις στρατηγικές τους συμμαχίες, απομακρύνονται από την Ευρώπη και εστιάζουν σε κινήσεις που εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα, αποφεύγοντας πλέον να επωμιστούν το κόστος για την ασφάλεια της γηραιάς ηπείρου.
Σε αυτό το νέο σκηνικό, η Ευρώπη βρίσκεται εκτεθειμένη και χωρίς την κάλυψη της αμερικανικής στρατιωτικής ομπρέλας. Από τη μία έχει απέναντί της μια Ρωσία που ενισχύει διαρκώς την οικονομία πολέμου, από την άλλη μια Κίνα που προωθεί ένα αυταρχικό μοντέλο παγκοσμιοποίησης. Την ίδια στιγμή, το Ιράν κατηγορείται ότι χρηματοδοτεί ακραία ισλαμικά κινήματα, ενώ η Αφρική αναμένεται μέσα στην επόμενη πενταετία να ωθήσει περίπου δέκα εκατομμύρια ανθρώπους προς την Ευρώπη — μεταναστευτικά κύματα που, σύμφωνα με αναλύσεις, δεν έχουν ως στόχο την ένταξη στην αγορά εργασίας, αλλά τη σταδιακή αποσταθεροποίηση της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει επίσης εσωτερικές προκλήσεις. Αποτελεί στόχο για διεθνή δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών και βρίσκεται αντιμέτωπη με την επέλαση της αποκαλούμενης «κουλτούρας της αφύπνισης» (woke culture). Παράλληλα, καταγράφεται έξαρση του αντισημιτισμού, ο οποίος παρουσιάζεται ως νέο ιδεολογικό υπόβαθρο ακραίων ρευμάτων της αριστεράς, με επίκεντρο πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη καλείται να λάβει αποφάσεις που παραπέμπουν σε κρίσιμες ιστορικές καμπές, παρόμοιες με αυτές που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάγκη για την οικοδόμηση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής τίθεται στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου, καθώς, όπως επισημαίνεται, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική πολιτική ενοποίηση των ευρωπαϊκών κρατών χωρίς κοινή στρατηγική ασφάλειας. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει περιορισμό της στρατηγικής ανεξαρτησίας των επιμέρους κρατών και συνεργασία των αμυντικών τους βιομηχανιών.
Το ζήτημα αυτό δεν είναι καινούργιο. Στη δεκαετία του 1950 έγινε η πρώτη απόπειρα για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας μέσω της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (EDC), η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Στη συνέχεια, η Ευρώπη συνέχισε να εξαρτάται από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά της, παραμελώντας την ανάπτυξη αυτόνομων στρατιωτικών δυνατοτήτων. Οι πρωτοβουλίες για στρατιωτική συνεργασία, όπως η γαλλογερμανική ταξιαρχία το 1984, δεν είχαν συνέχεια, ενώ η αποτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου ανάπτυξης μαχητικών αεροσκαφών ανέδειξε τα εμπόδια ενοποίησης στον τομέα της άμυνας.
Ήδη από την αρχή της προεδρίας Ομπάμα, τα περισσότερα ευρωπαϊκά επιτελεία γνώριζαν ότι η Ουάσιγκτον δεν θα συνέχιζε να εγγυάται την ευρωπαϊκή ασφάλεια επ’ αόριστον. Ωστόσο, οι στρατιωτικές δαπάνες μειώνονταν σταθερά. Οι ευρωπαϊκές χώρες επένδυαν κυρίως σε δικές τους βιομηχανίες ή προμηθεύονταν αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό, δεσμευόμενες να τον χρησιμοποιήσουν μόνο κατόπιν έγκρισης των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου) δεν ξεπερνούν το ήμισυ των αντίστοιχων αμερικανικών. Ο πρώην σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Μιτεράν, Ζακ Ατταλί, σημειώνει ότι από το 1990 οι ευρωπαίοι ηγέτες προτίμησαν να διατηρήσουν δημοσιονομικά ελλείμματα και να στηρίξουν ξεπερασμένα αγροτικά μοντέλα, αντί να επενδύσουν στρατηγικά στην άμυνα, οδηγώντας την ήπειρο σε τριπλή εξάρτηση από ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα.
Οι τελευταίες δηλώσεις των Αμερικανών ηγετών αποτελούν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μια ευκαιρία για την Ευρώπη να επανεξετάσει τη στρατηγική της. Οι ΗΠΑ ξεκαθαρίζουν ότι δεν σκοπεύουν να συνεχίσουν να προστατεύουν την Ευρώπη, ούτε να εμπλακούν σε ευρωπαϊκά μέτωπα. Η περιφρόνηση κορυφώθηκε όταν ξεκίνησαν συνομιλίες με τη Ρωσία για το μέλλον της Ουκρανίας, αποκλείοντας τους ίδιους τους Ουκρανούς και τους Ευρωπαίους.
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη βρίσκεται περικυκλωμένη από απειλές τόσο από την Ανατολή όσο και από τον Νότο, ενώ ακόμη και η Δύση, δηλαδή οι ΗΠΑ, δείχνει να αποσύρεται. Οι προκλήσεις δεν περιορίζονται μόνο στον στρατιωτικό τομέα, αλλά επεκτείνονται και σε επίπεδο ιδεολογίας, πολιτισμού και κοινωνίας.
Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις, εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο επένδυαν το 5% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, οι στρατιωτικές τους δαπάνες θα ξεπερνούσαν αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών. Συγκεκριμένα, θα ανέρχονταν σε 1,11 τρισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 824 δισ. των ΗΠΑ. Η Ευρώπη, υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε να καταστεί η κορυφαία στρατιωτική δύναμη στον κόσμο, ικανή να αντιμετωπίσει τη Ρωσία, να διαπραγματευθεί ισότιμα με τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ινδία και να παίξει ενεργό ρόλο στην επίλυση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή και οι μεταναστευτικές ροές.
Μια τέτοια Ευρώπη θα μπορούσε να θέσει και σαφή όρια στην Τουρκία, η οποία επιδιώκει να παρουσιαστεί ως περιφερειακή υπερδύναμη, κρύβοντας τις εσωτερικές της αδυναμίες. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται συμμαχία μεταξύ πολιτικών, βιομηχάνων και τραπεζών, με κοινό όραμα και διάθεση για θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Καταλυτικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία θα μπορούσαν να διαδραματίσουν πολιτικοί ηγέτες με ισχυρό δημοκρατικό υπόβαθρο, ικανοί να ξεπεράσουν τις πιέσεις των ακραίων ρευμάτων, του ριζοσπαστικού ειρηνισμού, των ισχυρών συντεχνιών και των δισταγμών της επιχειρηματικής ελίτ. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διατύπωση των αναλύσεων, τέτοιοι ηγέτες δεν υπάρχουν προς το παρόν. Και ακόμη κι αν εμφανιστούν, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από αντίπαλες δυνάμεις που ενδέχεται να τους υπονομεύσουν προτού προλάβουν να δράσουν.
The post Μπορεί να αποφύγει η Ευρώπη την τριπλή υποτέλεια; first appeared on News Prime.