Κλιμακώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ Βελγίου και Ολλανδίας με φόντο την αιολική ενέργεια, καθώς ανακύπτουν σοβαρές διαφωνίες για τις επιπτώσεις που έχουν τα γειτονικά θαλάσσια αιολικά πάρκα στη συνολική ενεργειακή απόδοση.
Η Ολλανδία εκφράζει επίσημα τη δυσαρέσκειά της, υποστηρίζοντας ότι η τοποθέτηση των βελγικών ανεμογεννητριών επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των δικών της εγκαταστάσεων.
Η διαμάχη σχετίζεται με το λεγόμενο «φαινόμενο αφύπνισης», κατά το οποίο οι πρώτες σειρές ανεμογεννητριών σε μια περιοχή μειώνουν την ταχύτητα και τη σταθερότητα του ανέμου, επηρεάζοντας όσες βρίσκονται πιο μακριά στην κατεύθυνση του αέρα. Στην περίπτωση αυτή, τα βελγικά πάρκα, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, φέρονται να επιδρούν στην απόδοση των ολλανδικών, οδηγώντας σε απώλειες που, σύμφωνα με ειδικούς, μπορεί να φτάνουν έως και το 3% της αναμενόμενης παραγωγής ενέργειας. Οι απώλειες αυτές μεταφράζονται σε σημαντικό οικονομικό κόστος για τις ολλανδικές ενεργειακές εταιρείες.
Η Ολλανδία έχει προχωρήσει σε επίσημες καταγγελίες, κάνοντας λόγο για παραβίαση των κανόνων περί δίκαιης και αμοιβαίας χρήσης κοινών φυσικών πόρων. Νομικοί κύκλοι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο προσφυγής σε διεθνή όργανα επίλυσης διαφορών, με το ζήτημα να φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη για καλύτερο συντονισμό στον διασυνοριακό σχεδιασμό ενεργειακών έργων στην Ευρώπη.
Το περιστατικό αυτό αναδεικνύει ευρύτερες προκλήσεις που συνδέονται με την ταχύτατη ανάπτυξη των θαλάσσιων αιολικών εγκαταστάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιστημονικές μελέτες προειδοποιούν ότι η μεγάλη πυκνότητα τέτοιων υποδομών μπορεί να έχει επιπτώσεις στο μικροκλίμα, στη θαλάσσια κυκλοφορία των αέριων μαζών, ακόμη και σε μεγαλύτερα κλιματικά φαινόμενα, όπως ο θερμορυθμιστικός ρόλος του Κόλπου του Γκρίνλαντ.
Παράλληλα, νέες έρευνες δείχνουν ότι τα μεγάλης κλίμακας αιολικά πάρκα ενδέχεται να επηρεάζουν την κατανομή θερμοκρασίας και υγρασίας στις παράκτιες περιοχές, εντείνοντας τις συζητήσεις για αναθεώρηση των διεθνών προτύπων που διέπουν τον σχεδιασμό τους.
Το περιστατικό μεταξύ των δύο χωρών φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη για κοινή στρατηγική στη διαχείριση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ιδίως σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η ενίσχυση της συνεργασίας και ο ενιαίος σχεδιασμός κρίνονται απαραίτητα εργαλεία για την πρόληψη μελλοντικών συγκρούσεων και την αποτελεσματική αξιοποίηση των φυσικών πόρων στην περιοχή.